Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Το θαύμα

















Μοναχικός ο χωματόδρομος που οδηγεί στις όχθες.
Παιδί που χάθηκαν οι φίλοι του,  μια δρασκελιά κι ολόγυρα παγίδες ξόβεργες για τα μικρά πουλιά.

Με μια κουβέρτα δάκρυ πανωφόρι μετρά αργά τα βήματα.
Έτσι έκανε πάντα.
Του άρεσε το χρόνο να μετρά με των ποδιών το άνοιγμα.
Ανάμεσα σε στάχτες που σκόρπισε η φωτιά, η βόλτα στο ποτάμι.
Καμένα όνειρα με μυρωδιά βαριά όπως τα πόδια του.
Πάντα στο ίδιο μέρος πνίγονται οι σκέψεις του.
Μαζί οι δυό  τους τόχαν βρεί. Σάββατο θα’ ταν ή Κυριακή.
Το μόνο σίγουρο πως ήτανε γιορτή.
Εκεί μαζί με τα φιλιά μέτραγαν και την ορμή του ποταμού πάνω στα πόδια τους.
Στα κρυσταλλένια τα νερά η φλόγα έσβηνε κι αυτά σαν να σταμάταγαν, θαρρείς να δουν μέσα στα μάτια τους τη θάλασσα.

Γιατί να μη γυρίζουν πίσω τα νερά;
Μήπως μπορεί αυτός τις όχθες να γυρίσει, μήπως;
Ήθελε τόσο να μιλήσει στο νερό! Να πει, ν’ ακούσει, να χαθεί μέσα στις σκέψεις του.
Αυτές οι σκέψεις! Το ίδιο πάντα ορμητικές…

Έντονα χαραγμένη στη ψυχή του η μέρα αυτή.
Αν και σε θαύματα δεν πίστευε, περίμενε πως κάτι θα συμβεί.
Και ήταν τόσο δυνατό.
Μεθυσμένο προαίσθημα τρεκλίζοντας μεσ’ στη χαρά, μεσ’ στη λαχτάρα και μεσ’ στο φόβο.
Δεν περίμενε, δεν μπορούσε να περιμένει.
Το ένοιωθε.
Το ένοιωθε να βγαίνει νικητής στη μάχη με το θάνατο.
Ούτε που το κατάλαβε.
Μόνο η βουή μαρτύραγε το μέρος.
Μόνο η βουή και μια φωνή. Ναι, μια φωνή σε μια μορφή. Την ωραιότερη μορφή. Μορφή ψυχή με σώμα πύρινο. Ήταν αυτή! Η παρουσία της το θαύμα.

Δεν άλλαξαν οι όχθες. Μήτε τα νερά του ποταμού γυρίσαν πίσω. Απλά δεν πέρασε ο χρόνος. Γιατί ο χρόνος περνά και χάνεται σε πρόσωπα και πράγματα που δεν ακουμπάμε την ψυχή μας.  Όταν κάτι το αγαπάς  με όλο σου το είναι δεν χάνεται, δεν χάνεται ποτέ.
Ζει μέσα σε όλα που ζήσατε μαζί. Ζει μέσα στο κάθε τι. Κι αν το ίδιο ή παρόμοιο και κείνο αισθανθεί τότε αργά ή γρήγορα θα σου φανερωθεί.
Αυτό είναι το θαύμα. Μια αστραπή.
Μια αστραπή κι ο κεραυνός φωτιάς αστέρι άσβεστο να οδηγεί το δρόμο.

ανάγερτος

Παραμονή Πρωτοχρονιά

















Φώτα ομίχλης
Τελευταία προσπάθεια
εκεί στα σκοτεινά
Πέτρινες πλάκες
στα χέρια, στην καρδιά
Μορφές που γίναν λέξεις,
λέξεις που γίναν μουσικές
Σκέψεις ανάδρομες
περιπολούν και πυρπολούν
τα είδωλα
Παραμονεύει ο γκρεμός
και συ χορεύεις,
χορεύουμε μαζί
Κι όμως…
Στο λίγο πριν απ’ το μετά,
Παραμονή Πρωτοχρονιά,
κανείς
Μόνο το όνειρο χορεύει…

ανάγερτος

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Ο σταθμός

















Ασπρόμαυρος σταθμός χωρίς μαγεία και να σκεφτείς που κάποτε, τον έλεγαν ”ο μαγικός σταθμός”.

Πώς η βροχή το χρώμα ξέπλυνε, πώς η χαρά αιμορραγεί στις ριζωμένες ράγες!
Τα γέλια των μικρών παιδιών ανθάκια σ’ αγριόχορτα, μεσ’ στο μνημείο των νεκρών αγωνιστών που στέκει αντίκρυ.
Η ετοιμόρροπη σκεπή του καφενέ που κάποτε ταξιδευτές ξαπόσταινε, ότι απέμεινε.

Εμπορικά βαγόνια με σκούρο πράσινο για χρώμα, όλα του κόσμου τα καλά στα σπλάχνα τους. Κάρβουνο και διαμάντια.
Πώς να ξεχάσεις το φόρτωμα των ζώων! Υπομονής η στάση, πορεία για τα χειμαδιά. Στ’ αυτιά ακόμη αντηχούν τα τρυφερά βελάσματα.
Ήτανε τότε, που των ανθρώπων τα λόγια και οι σκέψεις καθάριες ζύμωναν καρδιά με λογισμό. Ζεστό καρβέλι ζυμωτό, χορός στον ήλιο. Λευκές σαν νύχτες έναστρες, όπως το γάλα που έπηζε γυμνό (μεσ’ στην τσαντήλα), πάνω στα δέντρα του σταθμού χριστουγεννιάτικα στολίδια.
Ήτανε τότε, που τη χαρά της γέννησης στα δέντρα, στα φυτά, στα γελαστά τα πρόσωπα…την ένιωθες. Τότε που γλένταγε η πλάση με τα μικρά, τα γήϊνα, τ’ αληθινά κι όχι με ψεύτικα στολίδια.
Πώς να ξεχάσεις τους εργάτες της γραμμής. Αυλακωμένα πρόσωπα που έσταζαν ζωή.
Τον μπάρμπα-Μήτσο, αγέρωχη μορφή, το κάρο να γεμίζει μ’ όλα τα θάματα της φύσης. Απ’ το βαγόνι μαγαζί στο καφετί το άτι.
Ιεροτελεστία η έλευση στα διπλανά χωριά.
Ήτανε τότε που έπαιζες με τις μέλισσες κι αυτές περήφανα στολίδια κοσμούσαν το κορμί σου.
Δεν υπήρχε φόβος τότε. (Μόνο τη ρουφιανιά φοβόσουνα. Σαράκι πάνω στην πληγή, άσβεστο με τα χρόνια…)
Με δίχως ρεύμα, με δίχως μέσα να σκορπούν τον τρόμο.
Ένα μικρό ραδιόφωνο να παίζει μουσική, λίγες ειδήσεις και παραμύθια ανάκατα με λόγια. Λόγια ν’ αγγίζουν την ψυχή, να στάζει μέλι εντός σου.
Με τρελαντώνη, φόνισσα, της πλώρης μας τα λόγια, ο κόσμος γέμιζε.
Όχι αυτός ο ψεύτικος, ο μέσα κόσμος.

Αλήθεια, γιατί όλα αυτά σήμερα τα θυμήθηκα;
Σήμερα, παραμονές Χριστούγεννα.
Πρέπει εκεί να πάμε; Εκεί και να γυρίσουμε;
Όχι, ο κόσμος τρέχει, προχωρά, αλλάζει. Όλα αλλάζουν άλλωστε…
Μα δεν μπορείς να αρνηθείς τη νοσταλγία.
Να αρνηθείς το λογισμό που σε καλεί και σου φωνάζει…
Τι έφταιξε και φτάσαμε ως εδώ;
Πώς έγινε και χάσαμε το όμορφο, τον έρωτα των αστεριών και της ζωής το δρόμο;
Μήπως η ώρα έφτασε; K’ είναι ετούτη η στιγμή, ο χρόνος της ριζικής ανατροπής;

Πρέπει, πιστεύω,
τo λαμπερό, το κίβδηλο, το φοβικό να πεταχτεί στον κάδο.
Να γίνει ανακύκλωση κι απ’ τα σκουπίδια να φτιαχτεί ένας καινούργιος κόσμος. Με μια πνοή, με μια ψυχή αντάξια.
Δίχως το φόβο, όλοι μαζί μια αγκαλιά. Εμείς, τα ζώα, τα φυτά με γνώση χρήσιμη και με καρδιά.
Όλοι μαζί με χρώμα μπόλικο στα χέρια, στα πινέλα, πολύχρωμο και ζωντανό να ντύσουμε.
Της πυροστιάς τ’ ανάθεμα να γράψει ιστορία και ο μαυρόασπρος σταθμός να γίνει πάλι ο μαγικός μας ο αυλός!

Τι λέτε; To μπορούμε;
Εμείς τ’ αποφασίζουμε.

ανάγερτος

Ο ποιητής















Αν δεις τον ποιητή μονάχο του να κλαίει,
πάρε με τρόπο το χαρτί
Δεν φταίει ο κόσμος τίποτα
μεσ’ στα ερείπια του καημού να βυθιστεί
Όσο για το μολύβι,
μην του στερείς το όνειρο να φύγει μεσ’ στον πόνο
Με το δικό του θάνατο
Με το δικό του όπλο

ανάγερτος

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Ξημέρωσε θαρρώ…

















Νύχτα βουβή
Νύχτα στιλπνή
Νύχτα αραξοβόλι
Ροδοπηγές τυφλές
κυοφορούν τον έρωτα
στο πιο γλυκό νανούρισμα
Αγέννητο κλωνάρι!
μέσα στο δάκρυ Σου
αχνολαλιά,
προσμένει το λιοστάσι
Άκου!
Απ’ τα φυλλώματα
η μουσική των αηδονιών
Άκου!
Ξημέρωσε θαρρώ…

ανάγερτος

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Άστεγη νύχτα




















Άστεγη νύχτα,
σ' ένα κορμί
λοιμοκτονείς απόψε.
Σ' ανήλιους κύκλους
φορεσιά,
όλο το φως και...
δυο στίχοι μόνο,
όλο το μπλε που απέμεινε
για να θυμίζει
Εσένα...

ανάγερτος

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Ας πρόσεχες...















Όταν μεσ’ στο κελί
να κλείσεις θέλεις την ψυχή
ενός περήφανου λαού,
ένα λεπτό απ’ το κενό
και ούτε…
Είσαι από τώρα πια, νεκρός.
Νεκρός μεσ’ στα αζήτητα της μνήμης,
με δίχως τη σφραγίδα
του παλιού ταχυδρομείου
που μόλις πρόλαβες να κλείσεις.


ανάγερτος 

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Το ολόγραμμα

















Καυτές ματιές
οι σιδεριές στη γέφυρα
αστροβολούν το μέλλον

Αντίβαρα στα σπλάχνα οι οπλές
γερά κρατούν

Ο πόνος αφάνισε το φόβο

Τα ερπετά αλλάζουν δέρμα
και τα σκυλιά με τα σκυλόψαρα
απάγκιο μάταιο
στις κορυφές και στους βυθούς

Αλχημιστών ινάτι η αποκάλυψη

Μαρμαρυγή και ήλιου λόγχη
ότι μπορεί ακόμα να πετά

Στον ουρανό του χρόνου
Τρεις λέξεις το ολόγραμμα

Ήρθα, είδα, νίκησα…


 ανάγερτος

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Το άναμμα, Το φως




Στο δρόμο
ξεροκόμματα (η σκέψη)
των ταπεινών, των άστεγων και των τρελλών

Στα ρείθρα
σαρκία
κυνηγημένων και πουλιών

Στα σπίτια
παγωνιά
βουβών κι ένα ατέλειωτο σκοτάδι

Τούτη την ώρα
της αφαίμαξης των άνευρων μυών
εκείνο που προέχει

Το άναμμα, Το φως



ανάγερτος


Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Απ' όλα τα λόγια μου...



Aπ’ όλα τα λόγια μου
μια λέξη μόνο να κρατήσεις.
είσαι το αίμα μου
δεν το ξεχνώ, δεν το αλλάζω.

ανάγερτος

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Πάγωσε η νύχτα
















Πάγωσε η νύχτα
κι ένας παλιάτσος τριγυρνά σε μέρη γνώριμα.
Με ψεύτικο χαμόγελο και με παλτό φθαρμένο,
σαν τον τρελό.
Ο κόσμος προσπερνά, τη χλεύη του χαρίζει.
Χόρτασε χλεύη κι ερημιά.
Ακόμα και για το τριαντάφυλλο που πάγωνε στα χέρια.
Πέταλα κόκκινα γυαλιά στην παγωμένη την καρδιά
κι ότι απέμεινε,
ένα κλωνάρι αγκαθωτό σαν τη δική της τη ματιά,
την τελευταία.

Πάγωσε η νύχτα
κι είναι τα στόρια χαμηλά.
Το τζάκι καίει χόβολη, το φως παίζει παιχνίδια  
κι αυτός  χλωμός, μήπως τη δει κοιτά
για τελευταία του φορά.

Χάραξε η μέρα, καινούργια μέρα, μια άλλη ακόμα διαδρομή.
Η μουσική σταμάτησε κι η είδηση κοινή…” στη ρόδα της ζωής του ένας τρελός ξεψύχησε…” τα λόγια του εκφωνητή πριν το τραγούδι επωδός…
“You will never know” οι στίχοι του
κι ήταν αυτά τα λόγια, τα ίδια λόγια του τρελού την ώρα που ξεψύχαγε…

ανάγερτος

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Η απόφαση…

















Αθώος η απόφαση, με ενδείξεις αποχρώσες.
Μία ψυχή δικάζανε .
Με σκέψη δυνατή φωνή σαν ξίφος μεσ’ στο πλήθος…
Γιατί δε χαίρεσαι; Γιατί;
Απάντηση, βαριά φωνή ίδια με τη δική του.
-Στον έρωτα, οι αποφάσεις δικαστών, επιταγή ακάλυπτη.
Αυτός που σε δικάζει, μόνο τα μάτια της πληγωμένης της ψυχής.
Το δάκρυ που κυλά στα μάτια σου ο πιο σκληρός κριτής σου
κι η απουσία της, η φυλακή σου.

ανάγερτος

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Ζωή ανάμεσα















Ζωή ανάμεσα
Σε χάρτες άγραφους
δίχως εξάντα και σκοπό
Ξύλα, καρφιά 
Στον έρωτα, στη λησμονιά 
κι ένα τσιγάρο
να καίει αργά τα όνειρα
Ζωή ανάμεσα
στο αίμα που τινάζεται
σαν ψάρι μεσ’ στο δίχτυ
Ανέμου δίχτυ 
στα φράγματα των ποταμών
να αγκαλιάζει λίμνες
Στο πόδι του ερωδιού με το’ να χέρι
Στον ουρανό και στο βυθό
Μια ζωή ανάμεσα

ανάγερτος

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Το χαρτί




















Δεν το μπορώ, μου έλεγες.
Δεν το μπορώ ότι λευκό να το βρωμίζω. Και ήμουν σύμφωνος κι εγώ.
Κι έτσι κυλούσε η ζωή λευκή σε μαύρο φόντο. Χωρίς γραμμές, χωρίς μπογιές, χωρίς βρωμιές, χωρίς λεκέδες δάκρυ.
Καλά προφυλαγμένη.
Ήτανε τότε, που ότι πιο ζωντανό το είχαμε στον τοίχο.
Φοβόμασταν ν’ αγγίξουμε την ομορφιά να πλημμυρίσει ο κήπος και τ’ άρωμα των λουλουδιών από μακριά μυρίζαμε. Στα σπίτια, στις πλατείες, στις συντροφιές της μοναξιάς με ψεύτικα χαμόγελα τα βροχερά απόβραδα.
Χρόνια το βλέμμα χάνονταν πάνω στα σύρματα που κουβαλούσαν φως.
Να βλέπεις τα πουλιά, ν’ ακούς τα τιτιβίσματα και να μελαγχολείς γιατί μεσ’ στην παρέα τους δεν είχανε και σένα.
Κύλαγε βίαια ο καιρός.  Με την ορμή του καταρράκτη να χάνεται με κρότο και να ορθώνει τοίχο αδιάβατο.

Ήταν μια μέρα σαν κι αυτή, μονότονη κι  υγρή, που το χαρτί μου χάθηκε.
Ο ήλιος έπαιζε κρυφτό με την ομίχλη και μεις μεσ’ στο παιχνίδι θεατές,
δεν είδαμε που ο σπουργίτης έφευγε με το χαρτί στο στόμα απ’ το μικρό παράθυρο που κάποιος ξέχασε να κλείσει.
Ο δρόμος μου στενός και τα χωράφια δύσβατα να ψάξω.
Με τα σπουργίτια μίλαγα ώρες ατέλειωτες...
Στη γλώσσα μου εγώ, στη γλώσσα τους αυτά.
Ίσαμε τότε δεν ήξερα, πως σαν πονάμε, όλοι την ίδια γλώσσα των πουλιών μιλάμε.
Με τον καιρό στη συντροφιά τους, σπουργίτης έγινα κι εγώ μαζί να ψάξουμε.
Πόση καρδιά κρυμμένη μέσα στα στήθη των πουλιών!
Βουνά και θάλασσες περνάγαμε μαζί.
Πουλί κι εγώ, μα νήπιο. Δεν ήξερα καλά καλά φτερούγες να ανοίγω.
Πόσα χιλιόμετρα δεν μέτρησα στα χέρια τους απάνω!
Θυμάμαι ακόμα τα τρανταχτά τα γέλια τους, τη στοργική τους αγκαλιά.
Πως να ξεχάσεις άραγε, αυτούς που σε μαθαίνουν να πετάς!
Ένα μαζί τους, σμάρι. Στον ήλιο μια κουκκίδα, στην καταιγίδα σύννεφο.
Πάμε, μου έλεγαν. Θα δεις, μπορεί ν’ αργήσουμε μα θα το βρούμε.
Γιατί εμείς ψηλά πετάμε κι ό,τι μικρό σ’ αυτή τη γη, για μας μεγάλο πάντα θά’ ναι.
Ξέρουμε εμείς από ψυχή, κι εμείς με την ψυχή πετάμε.

Ήταν μεγάλη η στιγμή, δεν περιγράφεται με λόγια.
Μόνο με δάκρυα και τιτιβίσματα πουλιών αυτό που ένιωσα, όταν ακούμπησε στα χέρια.
Κι ήταν αυτό που χάθηκε. Ένα κομμάτι από χαρτί.
Μια κρύα νύχτα του χειμώνα, μέσα στη λάσπη,  με ένα “ευ” μου φανερώθηκε η ζωή.

“Γιατί ζωή λευκό χαρτί, αν δε σκιστεί, αν δεν βρωμίσει, αν δε φθαρεί, λευκό κελί κι έξω να παίζει η φύση”

ανάγερτος

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

17 Νοέμβρη


Αρκεί μια λάμψη να διαλύσει το σκοτάδι.
Πολλά βεγγαλικά σ’ αυτή τη γη κάναν τη νύχτα μέρα.
Τι κι αν πολλά απ’ αυτά έβαλαν στόχο τις ζωές μας!
Πάντα υπάρχουν αστραπές να λάμπουνε για μας.
Αυτές αναζητούμε, αυτές τιμούμε σήμερα.


Ο δρόμος ο δικός μας γράφει απ’ έξω λευτεριά.
Κι αν εφιάλτες, παιδιά δικά σου, πρόδωσαν τ’ όνειρο, μη γίνει ο θυμός σου αφορμή…Σκέψου!
Το όνειρο της λευτεριάς κανείς να σβήσει δεν μπορεί.
Γιατί, κι αν ζούμε σήμερα, όπως ζούμε, κι αν λίγες σταγόνες περηφάνιας απέμειναν μέσα μας όρθιοι να πορευτούμε
Μη το ξεχνάς, θυμήσου απλά την ιστορία.
Όλο αυτό, σε μια χούφτα “αλήτες” το χρωστούμε, χρόνια τώρα.

“ Σ’ αυτούς που αγωνίστηκαν και δεν πουλήθηκαν
Σ’ αυτούς που πάλεψαν και παλεύουν για οράματα και ιδανικά
Στους φανερούς και αφανείς ήρωες
Τιμή και δόξα.”

ανάγερτος


Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Μέδουσα της λήθης

















Σ’ αγαπώ μέσα στα χρόνια,
τρεκλίζοντας στη δίνη της θύελλας
που έφερε η απροσδόκητη παρουσία σου
Ζεις στις ατέλειωτες θάλασσες
των ταξιδιών των πόθων μου,
μεσ’ στο ποτό από κάβες ατλαντίδες,
έτη επτά, έτη οκτώ, έτη φωτός,
τείνοντας στο άπειρο
Πνίγονται και ζωντανεύουν οι λυγμοί
εκεί που ο ήλιος αγγίζει το γέλιο σου
Σ' ένα ποτήρι ουρανό, ρωγμές τα στήθη μου
με τους σφυγμούς και τους παλμούς σου
αναπνέουν
Μέδουσα της λήθης
Κάνε με μέσα στα χείλη της να σβήσω...

ανάγερτος

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Χάρτινοι πύργοι
















Γλεντοκοπούν οι εκλεκτοί,
μαζί κι οι βολεμένοι
Μαζί τα φάγαμε,
περιγελούν
Απαίδευτοι κι ανήμποροι
στη σκέψη,
έχουν ξεχάσει την αρχή
που φανερώσαν οι αρχαίοι∙
πως αν γενεί συντονισμός
κραυγή, θυμός και πόνος
οι σιδερόφρακτες φωλιές,
χάρτινοι πύργοι
μες’ στου χαμού το δρόμο.

ανάγερτος

Έφηβος ήμουνα...

















Έφηβος ήμουνα όταν μου πρωτομίλαγες για μοίρα, πεπρωμένο, για πράξεις με υπόλοιπο, για πράξεις δίχως τέλος.
Και σούλεγα, αδυνατώ να τα πιστέψω, δεν είναι δυνατόν.
Εμείς διαλέγουμε τους αριθμούς και με μηδέν δεν πράττουμε.
Άρα, κάτι το άλλο είναι αυτό που γίνεται για πράξεις δίχως τέλος.
Θυμάμαι ακόμα τη σιωπή…
Μπορεί να ήταν θαυμασμός, μπορεί, μπορεί, πολλά μπορεί.
Μα τώρα ξέρω, πως σίγουρα ένα απ’ αυτά ήταν ανησυχία.
Γιατί στον κόσμο αυτόν αν σκέφτεσαι πολύ, χαμένος είσαι μια ζωή.
Και τόξερες καλά…
Μία ολόκληρη ζωή το είχες ζήσει και στο δικό σου το πετσί.
Γι’ αυτό λοιπόν, όσο καρδιά δεν έχουμε τη ζήση μας να ορίζουμε,
άλλοι για μας, μοίρα θα τη βαπτίζουνε.

ανάγερτος

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Γλυκειά μελαγχολία





















Πάντα μεγάλα για παιχνίδια είχα.
Ήταν και οι καιροί αλλιώς, δεν ήταν καμωμένοι για πράγματα μικρά.
Τα θεωρούσαν κάπως…
Και το ποδήλατο που έμαθα μεγάλο ήτανε κι αυτό. Κορμί γυρτό έξω απ’ τα όρια, πόδια πλεγμένες πεταλιές και χέρια ίσα ν’ αγγίζουν το τιμόνι.
Η κούνια, μεγάλη κι αυτή.
Τριχιά χοντρή στον πλάτανο και ξύλο κωλοκάτσι, ο πάτος απ’ τη σκάφη που ζύμωνε η μάνα. Εκεί χανόμουνα για ώρες μόλις η νύχτα έπεφτε.
Ζάλη γλυκιά, γλυκιά σαν μέθη λογισμού.
Θυμάμαι τα μάτια μου υγρά, όπως η πάχνη που σκέπαζε τα φύλλα, όταν αντάμωνε η ματιά το φως μέσ’ απ’ τ’ αστέρια.
Γλυκιά μελαγχολία σκέπαζε την καρδιά.
Ήτανε τότε που ένιωθα μ’ όλο τον κόσμο να μιλώ.
Κάθε αστέρι μια ψυχή, κάθε αστέρι μια πληγή.
Κι αν πεφταστέρι, ήταν γιατί το φως περίσσευε.
Δε χάνεται το φως, σκορπίζεται.
-“Έλα…η ώρα πέρασε…” Της μάνας η φωνή μέσα στ’ αυτιά μου αντηχεί.
Ίδια όπως και τότε…
Πως πέρασαν τα χρόνια! Τι θύμησες ματώνουν την καρδιά!
Σαν να σταμάτησε ο χρόνος.
Τι κι αν τα παιχνίδια έγιναν μικρά, ο κόσμος ίδιος είναι.
Όλοι μαζί, μια αγκαλιά αστέρια μεσ’ στο δικό τους ουρανό.
Κι αν σύννεφα τον κρύβουνε, δεν είναι για πολύ.
Αύριο πάλι θα 'ναι μεγάλη ξαστεριά…

ανάγερτος


Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Ο κόσμος των τρελλών





















Απόκαμες
και βάπτισες χαρά τη θλίψη
Σε βλέπω μόνος σου να περπατάς,
μόνος να ταξιδεύεις,
μόνος να χάνεσαι και να γελάς
Κάτω απ’ τ’ αστέρια,
μεσ’ στη βουή του κόσμου
Μόνος
Σε ακουμπώ, σ’ ακούω,
δε μου μιλάς, μονολογείς…
Δεν είναι αυτός ο κόσμος μου,
θέλω στον κόσμο των τρελλών
εγώ να ζήσω
Χάθηκες
και σε συνάντησα ξανά
πριν από λίγο
Δεν σου το κρύβω, ζήλεψα
Τουλάχιστον
γλύτωσε ένας, είπα.

ανάγερτος

Αγέρι














Αγέρι τ άπιαστου
και του αλλοφερμένου,
μέσα στα μάτια μου
στροφές απότομες μη κάνεις
Λέξεις καρφιά
Πονάνε

Τώρα,
πως έχει αλλάξει χρώμα η γη…
Ίδια τα μάτια σου!

Περπάτησε ο καιρός…
ψιχάλες…
και γω, βαθιά να σε κοιτώ
ώσπου η βροχή δυνάμωσε.

ανάγερτος

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Ενός λεπτού σιγή…

Κοντομαρί (Χανιά-Κρήτη) 2/6/1941 : Η πρώτη εκτέλεση αμάχων στην Ευρώπη




















Ενός λεπτού σιγή…
Ενός λεπτού σιγή στο αίμα

Μέσα στα τείχη ο εχθρός
Δούρειος Ίππος των ψυχών
Αίμα γιορτή, λαού γιορτή
Ας το γιορτάσουμε λοιπόν
Η Ιστορία περιμένει.

ανάγερτος



( Το βίντεο απ' το υπέροχο blog...http://hanarilion.blogspot.gr/ )

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Χρόνια αμπάριζα...
















Πακτωμένο καράβι.
Βυθισμένες άγκυρες
μέσα σε όνειρα που χάθηκαν.
Πλώρα και πρύμνα.
Χρόνια αμπάριζα δίπλα στη μπάριζα.
Περπατησιά βαριά σε σκάλες τρύπιες
για να γλιστρούν τα δρώμενα.
Και δύο χέρια πάνω στα ρέλια.
Σκουριά κι αλμύρα, σμέρνα που κόβει τα φτερά.
Στο πέταμα του κάβου
μόνο η ψυχή κρατήθηκε γερά.
Οι γλάροι τρέξανε, μέσα στο κλάμα τους βουτήξανε.
Γλάρος κι αυτός ,τι κι αν τα φτερά ήταν νεκρά!

ανάγερτος