Σβησμένες όλες οι φωτιές


Γύριζε



 









“Γύριζε, μή σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δέ θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.

Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη·
κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι,
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.

Από θαμπούς ντερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γή, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
Και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι·
Λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
Κι οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!




Κωστής Παλαμάς           
 (Ποιητική συλλογή “Η Πολιτεία και η Μοναξιά”)


 


Γραμμένο το 1908 από τον μεγάλο μας ποιητή Κωστή Παλαμά όπου αποδίδεται με δραματική ένταση η απόγνωση για την κατάντια της χώρας.
(Σημειώνεται πως στην αυγή του 20ου αιώνα η Ελλάδα ήταν μια χώρα χρεωκοπημένη, ταπεινωμένη, ρημαγμένη οικονομικά και κοινωνικά. Μετά βίας στεκόταν στα πόδια της χάρη στην οικονομική “βοήθεια”-με το αζημίωτο φυσικά- των ξένων, στους οποίους είχε ουσιαστικά εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία. Ανίκανοι και φαύλοι πολιτικοί ηγέτες κι ένας εκμαυλισμένος λαός-που πολιτικάντηδες δημαγωγοί τον έσερναν από τη μύτη- έφτιαχναν ένα ζοφερό σκηνικό.           "θεσσαλία- διαδρομές24/10/10  Ν. Πράντζος" )
Η κατάντια αυτή αποτυπώθηκε και σε άλλα πεζά και ποιητικά κείμενα τα οποία θα αναφέρουμε σε επόμενες αναρτήσεις.                                                                                            

Σαν να μην πέρασε μια μέρα… Τι λέτε;


"Σβησμένες όλες οι φωτιές"   β´

 

Η φλογέρα του βασιλιά












Αν ο Παλαμάς είναι επίκαιρος με το ποίημα ‘Γύριζε’ που δημοσιεύσαμε, άλλο τόσο επίκαιρος είναι με την ποιητική του συλλογή ‘η φλογέρα του βασιλιά’, δημοσιευμένη το 1910. Στο πρώτο μέρος, λέγει:

Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα.
Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ’ αποκαΐδια, οι στάχτες

Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, πάει κ’ η γυναίκα,
πάνε
τα παλικάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.

Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά σπασμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ’ άρματα και τ’ αλέτρια
κι’ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει
δεν βρίσκει την πυρά ζεστή ψωμί για να το κάνει.

Κι’ από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι’ ακόμα
κι απ’ τη γωνία του σπιτιού, πιο κρύα η καρδιά είναι.
Κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου.  Κρίμα…κρίμα!
Σκοτεινό ερείπιο κι’ η εκκλησιά και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κι’ έγινε βοσκοτόπι.

Κι’ ο μέγας Έρωτας μακριά, και είν’ άβουλος ο άντρας
κι’ άπραχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα,
κυρά τους έχουν την σκλαβιά και δούλο τους το ψέμα.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα.





Κωστής Παλαμάς            
(Ποιητική συλλογή “Η Φλογέρα του βασιλιά”)





Είναι ξεκάθαρο για τον Παλαμά πως, η βασική αιτία του ξεπεσμού και της αποσύνθεσης της κοινωνίας, πιο πολύ κι από την υλική και οικονομική καταστροφή, βρίσκεται στην ηθική σήψη, στην κατάπτωση των ανθρώπων της.
 “Κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου.  Κρίμα…κρίμα!”
Και είναι αυτή «η κατάντια», που κρατάει μακριά τον Έρωτα της δημιουργίας, που κάνει άντρες και γυναίκες να σέρνονται σκλαβωμένοι στα πάθη τους και βουτηγμένοι στην ψευτιά.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα.”
Στίχος που σκιαγραφεί με μοναδικό τρόπο, το κύριο πρόβλημα της χώρας: την έλλειψη προοπτικής, την έλλειψη δημιουργικής πνοής για το αύριο, που θα μπορούσε να κρατήσει ζεστή την ελπίδα στην καρδιά του λαού.

Γιατί…ποια ελπίδα και ποιες προοπτικές να έχει μια χώρα, όταν όλες οι “φωτιές” μες στις οποίες θα μπορούσαν να σφυρηλατηθούν τα εργαλεία της προόδου, έχουν σβήσει;

Σαν να μην πέρασε μια μέρα… Τι λέτε;





“Σβησμένες όλες οι φωτιές” γ´

 

Παραμύθι χωρίς όνομα  
 
Με αποσπάσματα από το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα θα ολοκληρώσω το τελευταίο μέρος της τριλογίας μου “Σβησμένες όλες οι φωτιές”.
Καταπιάστηκα δε μ’ αυτό το θέμα, για να καταδείξω πως αποτύπωσαν στις αρχές του 20ου αιώνα δύο μεγάλοι της ελληνικής διανόησης, ο Κωστής Παλαμάς και η Πηνελόπη Δέλτα, τις συνθήκες, τα αίτια και τα αποτελέσματα της κρίσης που έπληξε τη χώρα μας στα τέλη του 19ου αιώνα… κρίσης με πάρα πολλά κοινά με την σημερινή, σε όλα σχεδόν τα επίπεδα.
Η σωστή και σε βάθος ανάλυση από τον καθέναν μας, ίσως φωτίσει γνωστές και άγνωστες πτυχές  των αιτίων που οδήγησαν τη χώρα μας δυό φορές στην οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική εξαθλίωση και ίσως λειτουργήσει ως αποτρεπτικός φάρος για το μέλλον…
«Παραμύθι χωρίς όνομα»
Η ανικανότητα του βασιλιά Αστόχαστου τον έχει κάνει έρμαιο μιας κλίκας παλατιανών  και έχει οδηγήσει τη χώρα των Μοιρολατρών στην καταστροφή και την ερήμωση. Όταν τα πράγματα σφίγγουν, όταν όλοι οι βασιλικοί θησαυροί έχουν ξεπουληθεί ή κλαπεί από τους αυλικούς και το Παλάτι κινδυνεύει να μείνει χωρίς τροφή, το Βασιλόπουλο αναγκάζεται να βγει στη χώρα και να διαπιστώσει με τα μάτια του την έκταση της καταστροφής: ερημωμένα χωράφια, ανεργία για τους πολλούς, μετανάστευση για αρκετούς, φόβος για τους κλέφτες που λυμαίνονται τη χώρα. Οι λίγοι ικανοί και αυτοαπασχολούμενοι που επιβιώνουν ακόμη κουτσά-στραβά, φοβούνται να μιλήσουν για να μη βρούν τον μπελά τους από τους διεφθαρμένους δικαστές και αξιωματούχους του Παλατιού. Αλλά λίγο-λίγο, το Βασιλόπουλο καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους κι αρχίζει να λύνεται η γλώσσα τους…
….Για τον στρατηγό Μασκαρόπουλο ρωτάς;
Έκανε εκείνο που κάνουν όλοι στο παλάτι. Είχε στα χέρια του τις αποθήκες του στρατού και τις άδειασε. Σαν πούλησε τα όπλα, τις σκηνές και τις φορεσιές, έκανε περιουσία κι έφυγε στα ξένα, χωρίς καν να το νοιώσει ο Αφέντης. Και οι πέτρες τα ξέρουν αυτά που σου λέω.
---Τι να σου κάνει κι ο Βασιλιάς, είπε το Βασιλόπουλο, σαν δεν έχει παρά κλέφτες και κατεργάρηδες γύρω του;
---Ας φρόντιζε να γνωρίσει τους υπαλλήλους του πριν τους εμπιστευθεί τα συμφέροντα του κράτους, είπε με θυμό ο πρωτομάστορας. Και σαν έβγαιναν μπερμπάντηδες, ας τους τιμωρούσε. Μα πότε νοιάστηκε; Έπειτα, μας τρώγει κι εμάς η πονοψυχιά. Πως να τιμωρήσεις κλέφτη ή προδότη ή όποιον άλλο ασυνείδητο; “Τον κακόμοιρο τον άνθρωπο” σου λένε, “γιατί να καταστραφεί; Τόσοι άλλοι κάνουν χειρότερα!” Και πάει λέγοντας…Και μόνο οι τίμιοι δεν βρίσκουν εδώ ψωμί.
………..
………….
Kαθώς ο γειτονικός βασιλιάς ετοιμάζεται να επιτεθεί, το Βασιλόπουλο συνειδητοποιεί με απόγνωση ότι η χώρα του βρίσκεται σε κατάρρευση κι ότι ο στρατός της έχει λιποτακτήσει:
---Ο Βασιλιάς επλήρωνε στρατό, είπε με πίκρα, και οι στρατιώτες γίνονταν μάγειροι ή κλέφτες και φονιάδες. Και τα φλουριά πήγαιναν στην τσέπη των κατεργάρηδων, και οι αρχιστράτηγοι πουλούσαν τα όπλα, και οι στόλαρχοι ρήμαζαν το ναύσταθμο και έσπαγαν τα καράβια για να κλέψουν λίγο σίδερο…Άραγε, αξίζει να εργαστώ για τέτοιους ανθρώπους, να πονώ για τέτοιο τόπο;”
H απάντηση στην ερώτηση αυτή, η μοναδική που επιβάλλεται σ’ αυτή την περίπτωση, δίνεται από το στόμα της Γνώσης, της αγαπημένης φίλης του Βασιλόπουλου:
“…Ναι”, απάντησε η Γνώση.
Περιφρονείς αυτούς τους ανθρώπους, που είναι λαός σου, γιατί είναι κλέφτες ή δειλοί, ή γιατί δεν έχουν τη δύναμη να παλέψουν ενάντια στη δυστυχία και τη γενική αποχαύνωση. Θέλεις λοιπόν και συ να γίνεις ένα μαζί τους, να παρατήσεις την πάλη από τις πρώτες δυσκολίες, ν’ αφήσεις τη θέση σου και να δειλιάσεις μπροστά στον κόπο και την ευθύνη; Ο λαός σου είναι σαν όλους τους λαούς, ούτε καλύτερος, ούτε χειρότερος. Μα έχει ανάγκη από βοήθεια και διοίκηση…Στη θέση όπου μας έβαλε η μοίρα, εκεί πρέπει να μείνουμε. Και σένα, σ’ έβαλε η μοίρα αρχηγό. Μόνο αν κάνεις το καθήκον σου, θα γίνεις ανώτερος από εκείνους που περιφρονείς”.  
 Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941)
Θα συμπληρώσω δε, πως το να κάνει ο καθένας το καθήκον του δεν φτάνει.
Πρέπει να ξαναανακαλύψουμε το «εμείς», την ομορφιά της συλλογικότητας. Δεν θα είναι εύκολο…χρόνια πλύσης εγκεφάλου, για το ποιοι είναι “πετυχημένοι”, όπως και οι αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες, έχουν ευνουχίσει τη συλλογικότητα και φουντώσει τον ατομικισμό.
Είναι όμως η μόνη μας ελπίδα αν θέλουμε να πάψουν κάποτε να είναι Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα.
( Να σημειώσω τέλος, πως η όμορφη αυτή εργασία που μου έδωσε την ευκαιρία να εκφράσω τους προβληματισμούς μου και να σχολιάσω πρόσωπα και καταστασεις ανήκει στον Ν. Πράντζο και δημοσιεύθηκε στο φύλλο της εφημερίδας "θεσσαλία- διαδρομές 24/10/10  " )