Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

μη βιαστείς να πεις…

    

 

είδα πως του χάιδευε τα μαλλιά. Δεν είναι αντρόγυνο που πέρασε μια ολόκληρη ζωή μαζί, που έκανε παιδιά, εγγόνια και τώρα περιμένουν το θάνατο αγκαλιά παίρνοντας θάρρος ο ένας απ’ τον άλλον. Είναι μόνο δυο πλάσματα της νύχτας, σαν τα νυχτοπούλια, την αρκούδα, τα σκυλιά που αλυχτούνε σε κάθε φύσημα του ανέμου. Μη βιαστείς να πεις πως είναι ανήθικο και σιχαμερό. Η ηθική είναι για τους χορτάτους και τους καλοντυμένους!


  Ισίδωρος Ζουργός

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΔΡΙΝΟΥ - Ιστορικό Μυθιστόρημα


ΠΕΡΙΛΗΨΗ



              Το γεφύρι του Δρίνου είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Ένα βαλκανικό χρονικό τεσσάρων αιώνων Ιστορίας, τεσσάρων θρησκειών και τριών εθνοτήτων που μοιράζονται τον ίδιο τόπο, την πόλη Βίσιεγκραντ στη Βοσνία.         

Στο  Βίσιεγκραντ, στο μέρος όπου ο Δρίνος ξεχύνεται καταπράσινος κι αφρισμένος μέσα από το φράγμα των σκοτεινών κι απότομων βουνών, στέκεται ορθό ένα μεγάλο καλοπελεκημένο πέτρινο γεφύρι με τις έντεκα φαρδιές καμάρες του.

Μέσα από το πέρασμα των αιώνων, πολλοί οι θρύλοι που συνοδεύουν την ιστορία της κατασκευής του. Ανάλογα με τη θρησκευτική ταυτότητα των κατοίκων φτιάχτηκαν και οι δοξασίες που ερμηνεύουν φαινόμενα και γεγονότα που συνέβησαν κατά τη θεμελίωσή του.
Η ιδέα για το χτίσιμο του γεφυριού ανήκε στον Μεχμέτ Πασά Σόκολι, γενίτσαρο, που θέλησε μ’αυτό τον τρόπο να δέσει για πάντα τη Βοσνία με την Ανατολή, δηλ. τον τόπο καταγωγής του με τους τόπους που έζησε.
Το  χτίσιμο του γεφυριού αναστάτωσε τη ζωή των κατοίκων της περιοχής και των Χριστιανών Ραγιάδων αλλά και των ίδιων των Μουσουλμάνων μια και δούλευαν όλοι υποχρεωτικά σαν σκλάβοι κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Ο Ράντισαβ, ένας Χριστιανός Μαυροβούνιος που θεωρούσε υποτιμητικό να εργάζεται κάτω από απάνθρωπες συνθήκες υπονόμευσε τις εργασίες κι οργάνωσε αντίσταση κατά του Αμπίνταγκα, έμπιστου του Βεζύρη, ο οποίος είχε και την ευθύνη για το χτίσιμο του γεφυριού. Τον συνέλαβαν όμως να γκρεμίζει τη νύχτα ό,τι χτίζανε τη μέρα και τον θανάτωσαν παραδειγματικά σουβλίζοντάς τον. Οι Σέρβοι κατάφεραν να εξαγοράσουν τον Δήμιό του και να θάψουν τον Ράντισαβ Χριστιανικά.
Όταν ο Μεχμέτ Πασάς έμαθε πως για 2 χρόνια διακόσιοι – τριακόσιοι  μεροκαματιάρηδες δούλευαν χωρίς να πληρώνονται και πως ο Αμπίνταγκα κράταγε τα χρήματά τους για λογαριασμό του, τον ανάγκασε να τα επιστρέψει και να φύγει για την Ανατολία και όσο μακρύτερα μπορούσε και διόρισε τον Μαστρ-Αντόνιγε από τη Δαλματία για να διευθύνει το έργο. Ο νέος έμπιστος του Βεζύρη ήταν ο Αρίφμπεης.
Οι συνθήκες εργασίας συνέχισαν να είναι δύσκολες αλλά τώρα τουλάχιστον οι εργάτες πληρωνόντουσαν. Ο μαστρο-Αντόνιγε έχτισε κι ένα χάνι σαν επέκταση του γεφυριού και όλο το έργο δυσκόλεψε πολύ τους ντόπιους οι οποίοι για χρόνια έβλεπαν μονάχα ξύλινα δοκάρια και ένα αλλόκοτο μπερδεμένο πλέγμα από κορμούς πεύκων και σανίδες.
Το έργο τέλειωσε το 1571 και όλοι το θαύμασαν και το χάρηκαν εγκαινιάζοντάς το με γιορταστικές εκδηλώσεις. Ο Μεχμέτ Πασάς όμως δεν κατάφερε να δει το έργο που ονειρεύτηκε τελειωμένο γιατί δολοφονήθηκε από τους εχθρούς του. Όμως τα πανέμορφα κτίσματα στο Δρίνο άρχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο εμπόριο και στις συγκοινωνίες στο Βίσιεγκραντ.κι αν και φθαρτό, όπως όλα τα πράγματα, το γεφύρι έμοιαζε να’χει ζωή αιώνια, γιατί κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει το τέλος του.
Μετά από εκατό χρόνια και με τη φυγή των Τούρκων από την Ουγγαρία, μαζί με όλα τα άλλα που έμειναν έξω από τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χάθηκε και η περιουσία του βακουφιού πού συντηρούσε το καραβάν σεράι στο Βίσιεγκραντ. Ο Νταούτ Χότζα, ο μουτεβελής του χανιού, έκανε ό,τι μπορούσε για να σώσει το χάνι αλλά ήταν φυσικό ένας Χότζας μιας μικρής πόλης να μην μπορέσει να κρατήσει αυτό που ένας Βεζύρης έστησε. Έτσι μετά το θάνατο του Νταούτ Χότζα το χάνι άρχισε να χαλάει με γρήγορο ρυθμό.
Ένα γεγονός που συντάραξε την πόλη ήταν η μεγάλη πλημμύρα του ποταμού που ξεσπίτωσε πολλούς ανθρώπους απ’όλα τα θρησκεύματα και ένωσε έστω για ένα βράδυ τους Ραγιάδες και τους Τούρκους. Το γεφύρι χάθηκε μέσα στα νερά του ποταμού για να εμφανιστεί πάλι ανέπαφο κι ολόιδιο όπως ήταν.
Η επανάσταση που ξέσπασε στις αρχές του περασμένου αιώνα στη Σερβία ήταν φυσικό να θορυβήσει και τους κατοίκους του Βίσιεγκραντ. Οι Σέρβοι παρακαλούσαν το Θεό οι φλόγες του λυτρωμού ν’απλωθούν και δώθε, ενώ οι Τούρκοι παρακαλούσαν το Θεό να τις σταματήσει χωρίς να φανερώνουν όμως τους κρυφούς τους πόθους κι όταν συναντιόντουσαν χαιρετούσε ο ένας τον άλλο ανταλλάσσοντας τυπικά τις γνωστές καθημερινές λέξεις του παζαριού όσο για να κρατούν την επαφή. Οι Τούρκοι ήταν ευχαριστημένοι που η αναστάτωση ξεμάκρυνε ενώ οι Σέρβοι έμειναν πικραμένοι κι απογοητευμένοι, έχοντας όμως μέσα τους την ελπίδα, ‘ αυτή τη μεγάλη δύναμη των ταπεινωμένων ’.
Το γεφύρι ενώνει το πασαλίκι της Βοσνίας με τη Σερβία. Εδώ ο στρατός έστησε μια ξύλινη παράγκα να το φυλάει κι έτσι η ομορφιά της Πύλης χάθηκε κάτω απ’την απάνθρωπη και ποτισμένη με αίμα παράγκα. Όταν τα πράγματα ησύχασαν και στα σύνορα και στη Σερβία, η παράγκα ήταν άχρηστη. Δεν την κατέστρεψε κανένας άλλος παρά μια φωτιά που άναψε τυχαία κι έτσι η Πύλη ξανάγινε για την πόλη αυτό που ήταν πάντα από τα χρόνια τα παλιά.
Όταν στα μισά του 19ου  αιώνα ο Σουλτάνος κι ο Τσάρος της Ρωσίας κανόνισαν τα σύνορα της Σερβίας το γεφύρι του Βίσιεγκραντ ανήκε πλέον στη Σερβία και 30 χρόνια αργότερα όταν οι Τούρκοι έπρεπε ν’αδειάσουν και τις τελευταίες πόλεις τους στη Σερβία το γεφύρι ξεχείλησε από τη θλιβερή πομπή των προσφύγων του Ούζιτσε. Αλλά και όταν η πανούκλα κι η χολέρα μάστιζε το Σαράγιεβο η ζωή στην Πύλη άλλαζε όψη. Ερήμωνε και μόνο οι λίγοι ζεπτιέδες της φρουράς σταματούσαν τους ταξιδιώτες και τους διέταζαν να γυρίσουν πίσω.
Δεν ήταν μονάχα οι πόλεμοι, οι επιδημίες και τα μπουλούκια των ανθρώπων που χαρακτήριζαν τη ζωή στην Πύλη. Ένα γεγονός που έμεινε στην ιστορία του γεφυριού ήταν η αυτοκτονία της Φάτα, μιας Τουρκάλας που προτίμησε να πέσει στα νερά του ποταμού παρά να ζήσει στο πλευρό ενός άντρα που δε θεωρούσε πως της άξιζε.
Αρχές καλοκαιριού του 1878 πέρασαν από την πόλη μονάδες του τακτικού τουρκικού στρατού πηγαίνοντας από το Σαράγιεβο στο Πρίμποι. Ο κόσμος άρχισε να υποψιάζεται πως ο Σουλτάνος θα παραδώσει τη Βοσνία χωρίς αντίσταση. Ο μουφτής που στέλνει ο Σουλτάνος για να οργανώσει αντίσταση κατά των Αυστριακών βρίσκει σθεναρή αντίσταση στα σχέδιά του από τους κατοίκους της πόλης και σοβαρό αντίλογο από τον Αλή Χότζα. Η αντιπαράθεση του Αλή Χότζα κορυφώνεται με τον Οσμάν Εφέντη Καραμανλίγια ο οποίος και διατάζει να καρφωθεί ο Αλή Χότζα απ΄το αυτί πάνω στο ξύλινο δοκάρι που βρισκόταν στην Πύλη του Γεφυριού. Εκεί τον βρήκαν οι Αυστριακοί όταν κατέλαβαν την πόλη και τον έσωσαν. Τότε συνηδητοποίησε πως η διακήρυξη των Αυστριακών άνοιξε ένα χάσμα αφού το γεφύρι δε δένει πια τις δυο όχθες κι ο καθένας θα μείνει για πάντα στην πλευρά που βρέθηκε τη στιγμή εκείνη.
Η είσοδος του Αυστριακού στρατού την επόμενη μέρα έγινε μέσα σ’ένα κλίμα φόβου και βουβαμάρας. Ο φόβος παντού και πάνω απ’όλα. Οι Αυστριακοί κατακτητές φοβούνται τις ενέδρες. Οι Τούρκοι τους Αυστριακούς,οι Σέρβοι και οι Αυστριακοί τους Τούρκους και οι Εβραίοι όλους και όλα. Οι προύχοντες που εκπροσωπούν τις 3 θρησκείες υποδέχονται το νέο διοικητή κι όταν αντικρύζουν το πολεμόχαρο πρόσωπό του, τους κυριεύει απογοήτευση και αγωνία για το μέλλον.
Πριν περάσει ο πρώτος χρόνος της κατοχής άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη διάφοροι υπάλληλοι, τεχνίτες και ειδικοί για διάφορες δουλειές και τέχνες που μέχρι τώρα ήταν άγνωστες. Κι ήταν απ’όλες τις φυλές: Τσέχοι, Πολωνοί, Κροάτες, Ούγγροι, Γερμανοί. Οι ντόπιοι τους έβλεπαν έκπληκτοι να θέλουν με επιμονή και ζήλο να εκτελέσουν ακατανόητα και περίεργα σχέδια για ν’αλλάξουν και ξεθεμελιώσουν τα πάντα. Την όψη της πόλης και τις συνήθειες των ανθρώπων κι όλα αυτά χωρίς βία και καταπίεση ώστε να μην έχει κανείς λόγο να διαμαρτυρηθεί. Σέρβοι και Τούρκοι συνέχιζαν να ζουν με τις δικές τους συνήθειες. Ξεχωρίζει ο Σιέμπσιμπεγκ Μπράντοβιτς, Τούρκος μπέης ο οποίος αρνείται το νέο τρόπο ζωής και προσπαθεί να κρατήσει την οικογένειά του μακριά από τους νεωτερισμούς εμπνέοντας στους ντόπιους το σεβασμό.
Όλα άλλαξαν γρήγορα κι η πόλη πήρε άλλη όψη. Οι ξένοι έκτισαν καινούργια κτίρια, γκρέμισαν παλιά, χάραξαν νέους δρόμους, ξερίζωσαν δέντρα, φύτεψαν αλλού. Οι ντόπιοι δεν εκτιμούν αυτές τις αλλαγές. Θα προτιμούσαν την πολιτεία τους όμοια με όλες τις πολίχνες της Ανατολής.
Οι αλλαγές ήταν φυσικό να επηρεάσουν και την όψη του γεφυριού. Μαζί με το μόνιμο φωτισμό της πόλης με τα φανάρια πετρελαίου αρχικά, φωτίστηκε και το γεφύρι, καθαρίστηκε και απέκτησε νυχτερινή ζωή περισσότερο ζωηρή μιας και οι παρέες στέκονταν περισσότερο για να διασκεδάσουν και για να στοχαστούν. Τώρα για πρώτη φορά αφότου χτίστηκε το γεφύρι πάτησαν το πόδι τους οι γυναίκες στην Πύλη όχι για να προσπεράσουν βιαστικά, μα για να στήσουν κουβέντα μεταξύ τους όπως και με όλους τους πολίτες.
Με το γεφύρι όμως έδεσε το νήμα της ζωής και της μοίρας του ο κυρ Μίλαν Γκλασιντσιάνιν απ’το Όκλιτσε. Δεινός χαρτοπαίχτης και έρμαιο του πάθους του, λένε πως πέρασε μια ολόκληρη νύχτα πάνω στην Πύλη ποντάροντας ακόμα και την ίδια του τη ζωή για να ξεφύγει εκ θαύματος από το ολέθριο πάθος του. Εκεί που ο Μίλαν έχασε την περιουσία του και λυτρώθηκε απ’την αρρώστια της χαρτοπαιξίας, εκεί στο ίδιο σημείο ένας άλλος, ο Μπούκους βρήκε ένα χρυσό δουκάτο απ’τα χαμένα του Μίλαν για να κολλήσει αυτός πλέον την αρρώστια.
Τον τέταρτο χρόνο της κατοχής η καινούργια εξουσία έφερε την υποχρεωτική θητεία στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Αυτό δημιούργησε μεγάλη αναταραχή ειδικά στους Τούρκους.
Ένα ακόμη γεγονός που άγγιξε τους ανθρώπους της πολιτείας ήταν και η σκληρή μοίρα του νεαρού στρατιώτη Γκρεγκόρ Φέντουν που πλήρωσε με τη ζωή του μερικές στιγμές ανοιξιάτικης τρέλας πάνω στην Πύλη όταν μαγεμένος από το βλέμμα μιας Τουρκάλας άφησε να διαφύγει ο Γιάκοβ Τσιέγκρλιγια, γνωστός λήσταρχος που κρυβόταν κοντά στο Βίσιεγκραντ.
Όταν ήρθε διαταγή να καταταγούν στο στρατό οι πρώτοι νέοι, επικράτησε θρήνος και οδυρμός. Οι γυναίκες κραυγάζοντας ικέτευαν τους χωροφύλακες ν’αφήσουν τα παιδιά τους αδιαφορώντας για τις εξηγήσεις που τους έδιναν πως απλά θα υπηρετήσουν τον Αυτοκράτορα στη Βιέννη και πως εκεί θα καλοπερνούν. Μόνο όταν άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα γράμματα με τις φωτογραφίες όλα έγιναν πιο εύκολα και υποφερτά. Σε λίγο τα αποσπάσματα των Στράιφκορ έφυγαν απ’την πόλη. Σκοπιά στην Πύλη έπαψε πια να βγαίνει και δυο χρόνια αργότερα όλα κυλούσαν σαν τον παλιό καιρό.
Το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα ήταν μια από τις λίγες και σύντομες περιόδους ηρεμίας στις σχέσεις ανθρώπων και κρατών. Ο κόσμος είχε δουλειά και χρήματα και ένοιωθε ασφαλής. Οι καινούργιες αρχές έδιναν την εντύπωση της σταθερότητας και της διάρκειας. Σιγά – σιγά οι ντόπιοι συνήθιζαν τους ξένους και ιδιαίτερα οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι είχαν αρχίσει να μοιάζουν όλο και πιο πολύ στους ξένους που κουβάλησε εδώ η κατοχή. Πολλοί ξένοι παντρεύτηκαν αποφασισμένοι να μη φύγουν ποτέ. Ο καινούργιος τρόπος ζωής γεννούσε ένα σωρό αμφιβολίες, βουβές κρυφές, όσο κι αν όλα φαινόντουσαν να λειτουργούν ομαλά. Το χαρακτηριστικό της εποχής είναι η ευμάρεια και ο πλούτος των κατοίκων γεγονός που έκανε τους πολίτες να χαίρονται τις πολυτέλειες που αποκτούσαν.
Τότε ήταν που χτίστηκε και το « Ξενοδοχείο της Λότικα » όπως έμεινε στην ιστορία αν και το είχαν ονομάσει « Ξενοδοχείο στο Γεφύρι ». Η Λότικα ήταν η ψυχή του μαγαζιού μια γυναίκα που ήξερε και να διαχειρίζεται σωστά τα οικονομικά του ξενοδοχείου βοηθώντας πολλούς που είχαν ανάγκη. Στο ξενοδοχείο δεν γίνονται δεκτοί όσοι με τη συμπεριφορά τους ξεπερνούν τα όρια. Αυτοί πετιούνται έξω και μπορούν να καταλήξουν στο καπηλειό του Ζάριγιε. Εκεί το περιβάλλον είναι περισσότερο λαικό και λίγα χρόνια μετά την αυστριακή κατοχή ο κόσμος συνήθισε και τον ερχομό ξένων μουζικάντιδων, πεχλιβάνιδων και ταχυδακτυλουργών. Χαρακτηριστική φιγούρα του καπηλειού την εποχή αυτή είναι ο Σάλκο. Πληγωμένος από την απόρριψη της αγαπημένης του γίνεται ο περίγελος των θαμώνων του καπηλειού κι ένα πρωινό μετά από νυχτερινό ξεφάντωμα τον βλέπουν τα σχολιαρόπαιδα μισομεθυσμένο να τρεκλίζει πάνω στο γεφύρι.
Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα ήταν χρόνια δίχως μεγάλες συγκινήσεις και σπουδαία γεγονότα εκτός από τη δολοφονία της αυτοκράτειρας που έγινε αφορμή για συζητήσεις που όμως δεν κράτησαν πολύ.
Το 1900 ήρθαν νέοι μηχανικοί και άρχισαν να επεμβαίνουν και να τσιμεντώνουν το γεφύρι. Αυτό όπως ήταν φυσικό γέννησε πάλι αρνητικά συναισθήματα στους περισσότερους κατοίκους. Ειδικά ο Αλή Χότζα έφερνε ξεχασμένες ιστορίες για το πόσο ανίερο είναι να επεμβαίνουμε σε έργα όπως το γεφύρι. Εντωμεταξύ τελείωσε και το υδραγωγείο και ξεκίνησε κι η σιδηροδρομική γραμμή. Το έργο τελείωσε μετά από 4 χρόνια και το κόστος του ( 74.000.000 ) έφερε σε οικονομικό αδιέξοδο πολλούς από τους νεόπλουτους ντόπιους που ξαφνικά ξέπεσαν λόγω της μεγάλης ακρίβειας των αγαθών σε σχέση με τα χαμηλά μεροκάματα. Με την εγκαινίαση της γραμμής του τρένου που έγινε από τη δεξιά μεριά του Δρίνου η αριστερή όχθη και το γεφύρι νέκρωσαν.
Η ζωή άλλαξε πάλι, μέχρι να τη συνηθίσουν έβλεπαν τη μηχανή ως ένα ύπουλο, σβέλτο, διαόλου πράμα των παλιο – Αυστριακών, όπως έλεγε ο Αλή Χότζα, αλλά γρήγορα μπήκε στη ζωή τους για να την κάνει πιο βολική και ευχάριστη.
Το 1908 έφερε αναταραχή μεγάλη. Ακούστηκε πρώτη φορά η λέξη “ σοσιαλισμός ” και “ απεργία ”. Κόμματα ιδρύθηκαν στο Σαράγεβο και παραρτήματά τους στο Βίσιεγκραντ. Έγινε σημαντικό το πώς σκέφτεται και τι λέει ο καθένας και όχι το πώς δουλεύει. Κι άρχισαν και οι διώξεις. Τότε ο στρατός που ήρθε πάλι έκανε μια τρύπα στο μέσον του γεφυριού την οποία γέμισε με εκρηκτικά για να μπορεί ν’ανατιναχτεί όποια στιγμή έκρινε ο διοικητής πως έπρεπε να γίνει.
Μπορεί η ένταση που έμεινε γνωστή ως η “ κρίση της προσάρτησης ” να χαλάρωσε και να βρέθηκε η ειρηνική λύση όμως πολλές αλλαγές που είχε προκαλέσει η κρίση έμειναν. Μετά τη χρονιά αυτή άνοιξαν 2 τράπεζες, μια Σερβική και η άλλη Μουσουλμανική. Η ακρίβεια αναγκάζει τους πολίτες να δανείζονται συνεχώς και γενικά το κλίμα που επικρατεί στην οικονομία είναι πολύ άσχημο.
Ακολουθούν οι βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 και 1913 με τις νίκες των Σέρβων. Αν και οι μάχες έγιναν μακριά, τα γεγονότα έφεραν αναταραχή στις ψυχές των Σέρβων και των Μουσουλμάνων με εντελώς αντίθετα συναισθήματα. Οι νέες γραμμές των συνόρων ανησυχούν και δυσαρεστούν τους Μουσουλμάνους. Οι Σέρβοι τις δέχονται με υπέρμετρη ικανοποίηση που δεν κρύβουν ούτε στην καθημερινότητά τους. Ειδικά η νέα γενιά ονειρεύεται πλέον το μέλλον και την ελευθερία με πάθος.
Τώρα ανάμεσα στους νέους γίνονται πολιτικές ζυμώσεις, συζητήσεις και προβληματισμοί, μανιφέστα, οράματα,προκαταλήψεις, νέες ιδεολογίες. Όλα αυτά γαλουχούν τη νέα γενιά. Σε γενικές γραμμές δυο είναι τα ρεύματα. Οι Σέρβοι επιθυμούν ένα κράτος όπου η ιδέα του έθνους θα θριαμβεύσει πάνω στις θρησκευτικές διαφορές με βάση την ισότητα των διάφορων φύλων, την ανεξιθρησκεία και τα ίσα δικαιώματα των πολιτών ενώ οι Μουσουλμάνοι κρατούν μια παθητική στάση απέναντι σ’αυτές τις ιδέες θεωρώντας πως η νέα εποχή που οραματίζονται οι Σέρβοι δεν ταιριάζει με τη ζωή και τις ανάγκες τους. Είναι περισσότερο συντηρητικοί. Πολλές φορές οι αντιπαραθέσεις οξύνονται και ανεβαίνουν οι τόνοι. Οι διαφωνίες είναι δυνατές και δημιουργούν μίση μεταξύ τους.
Το Ξενοδοχείο της Λότικα παρακμάζει μπροστά στον ανταγωνισμό των νέων μαγαζιών που άνοιξαν στην πόλη και προσφέρουν ψυχαγωγία στους πολίτες. Η άλλοτε οικονομικά δυνατή Λότικα δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα και βλέπει μέρα με τη μέρα την οικονομική καταστροφή χωρίς να μπορεί ν’αναστρέψει αυτή την κατάσταση.
Το καλοκαίρι του 1914 ήταν πολύ ευνοικό για την καρποφορία της περιοχής. Όλοι περίμεναν με κρυφή χαρά να δρέψουν τους καρπούς για ν’ανακουφιστούν από τα χρέη τους.
Στην πόλη έχει έρθει το ηλεκτρικό ρεύμα που φωτίζει πλέον τους δρόμους. Η ζωή συνεχίζεται με ήρεμους ρυθμούς, οι άνθρωποι συνεχίζουν να ονειρεύονται το μέλλον με μια αδιόρατη θλίψη και γίνονται οι πρώτες σκέψεις για μετανάστευση στην Αμερική.
Όλα όμως έμελλε ν’αλλάξουν εκείνο το καλοκαίρι. Στις 28 Ιουνίου η πόλη γιόρταζε την επέτειο της μάχης του Κόσοβο Πόλιε όπου καταλύθηκε το βασίλειο των Σέρβων από τους Τούρκους. Τότε εμφανίστηκαν κάποιοι χωροφύλακες κι άρχισαν οι συλλήψεις των Σέρβων. Αφορμή ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Φράντς Φέρντιναντ και της γυναίκας του. Από τη μέρα εκείνη η σκοπιά έμεινε στο γεφύρι, η πόλη γέμισε στρατιώτες, ενισχύθηκαν τα στρατιωτικά μέτρα στα σύνορα και παντού κυριαρχεί ο φόβος για καινούργιες συλλήψεις Σέρβων και ύποπτων περαστικών. Φόβος που επιβεβαιώνεται αργότερα αφού όλοι μοιράστηκαν στα δυο. Απ’τη μια μεριά οι κυνηγοί κι απ’την άλλη τα θηράματα. Οι στρατιωτικές αρχές έδειχναν το πιο σκληρό τους πρόσωπο και οι εκτελέσεις των Σέρβων σε δημόσια θέα άρχισαν να θορυβούν και ν’αναστατώνουν ακόμη και τον Αλή Χότζα.
Δέκα μέρες βομβαρδίστηκε η πόλη, όσοι πρόλαβαν να φύγουν άφησαν πίσω τους την καρδιά μαζί με τις περιουσίες τους. Δέκα μέρες βομβαρδίστηκε και το γεφύρι, που όμως έμεινε και πάλι κάτασπρο, στέρεο κι απείραχτο, όπως ήταν πάντα.
Όσοι έμεναν στο κέντρο της πόλης αναγκάστηκαν να ανεβούν σε άλλους πιο μακρινούς μαχαλάδες κοντά σε γνωστούς και συγγενείς. Οι Τούρκοι πήγαιναν σε τούρκικα σπίτια κι οι « μαγαρισμένοι » Σέρβοι σε σέρβικα. Δεν τους ένωνε πια η αλληλεγγύη μπροστά σε κοινούς κινδύνους και συμφορές όπως άλλοτε. Τούτη την ώρα που κονταροχτυπιούνται δυο πυροβολαρχίες χριστιανικές μεταξύ τους ( Σέρβοι και Αυστριακοί ) στα σπίτια των Μουσουλμάνων ξύπνησαν, αν και σε εποχή παράταιρη, παμπάλαια πολεμοχαρή ένστικτα. Από τότε που η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε τους τόπους αυτούς οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν πολλές φορές μια και δεν ανέχονταν να είναι υπό την εξουσία των Χριστιανών. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τα γεγονότα παρά μόνο ως το θέλημα του Αλλάχ.
Από την άλλη στα σπίτια των Σέρβων δεν υπάρχουν ούτε παράπονα για το παρελθόν, ούτε φόβοι για το μέλλον. Μονάχα ο τρόμος και η αγωνία για το σήμερα.
Κάτω από τις οβίδες που γκρέμιζαν σπίτια κι η Λότιγκα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το βομβαρδισμένο ξενοδοχείο της. Η γυναίκα που με την ισχυρή προσωπικότητα ενίσχυε την οικογένειά της για τριάντα χρόνια δεν άντεξε και έπαθε νευρικό κλονισμό.
Όταν αποτραβήχτηκαν τα τελευταία Αυστριακά τμήματα όλα στην πόλη έμοιαζαν πεθαμένα. Και δεν είχε ξημερώσει.
Χαράματα βρήκαν οι χωροφύλακες τον Αλή Χότζα να ανοίγει το μαγαζί του και παρόλο που τον αγρίεψαν και τον πρόσταξαν να το κλείσει γρήγορα, εκείνος χώθηκε μέσα κι έμεινε και συλλογιόταν μέσα στη μοναξιά του.
Ξαφνικά η σιωπή τσακίζεται και γίνεται μονομιάς χαλασμός κι ορυμαγδός. Ο Χότζας χάνει τις αισθήσεις του. Όταν συνέρχεται και καταφέρνει να ξεμπλεχτεί από τα πράγματα, που πέφτοντας απ’τα ράφια του είχαν έρθει στο κεφάλι, αντικρύζει στη μέση του μαγαζιού του μια πέτρα γεμάτη πόρους, άσπρη, γυαλιστερή και πελεκημένη.
Λίγο αργότερα αντικρύζει και το πληγωμένο γεφύρι το κομμένο στα δυο, άγρια κι απάνθρωπα.
Συντετριμμένος παίρνει το δρόμο για το σπίτι του πλημμυρισμένος με σκέψεις και πόνο, κι αφήνει την τελευταία του πνοή.
Όλα μπορούν να συμβούν, έλεγε. Ένα όμως δεν μπορεί. Δε γίνεται να λείψουν από παντού και για πάντα οι σπουδαίοι και σοφοί άνθρωποι με τη μεγάλη ψυχή που για την αγάπη του Θεού θα στήνουν κτίσματα στέρεα κι αιώνια για να γίνει η γη πιο όμορφη κι ο άνθρωπος να ζει πάνω της ευκολότερα και καλύτερα. Αν λείψουν αυτοί, τότε κι η αγάπη του Θεού θα σβήσει, θα χαθεί απ’τον κόσμο. Αυτό όμως δε γίνεται.









 ΙΒO  ΑΝΤΡΙΤΣ( 1892 – 1975 )


Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Αν Δεν Μιλάς

















 

Αν δεν μου μιλάς
θα γεμίσω την καρδιά μου
με την σιωπή σου και θα το αντέξω.
Θα μείνω ακίνητος να περιμένω την νύχτα
ξαγρυπνώντας με τ'άστρα
και θα γύρω το κεφάλι μου
στη γη με υπομονή. 
Μα θα'ρθει το πρωί
και θα σβήσουν οι σκιές της νύχτας
και η φωνή σου σε χρυσά ρυάκια
θα πλημμυρίσει τον ουρανό.
Και τα λόγια σου στο τραγούδι
θα πάρουν φτέρα
απ'τις φωλιές των πουλιών
και οι μελωδίες σου
θα ξεπροβάλλουν σαν άνθη
σ'όλα τα δένδρα του δάσους μου.

Tagore



( ο υπέροχος πίνακας έργο της φίλης ζωγράφου…                                  Μαίρης  Γκαζιάνη )

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Ποια είναι η αιτία; Yπάρχει διέξοδος;


προσπάθεια για ερμηνεία 
στο άρθρο*  “ Γιατί Σοσιαλισμός ”  του Αλβέρτου Αινστάιν
 













 
Σ’ αυτά τα ερωτήματα προσπάθησε να απαντήσει και να δώσει λύσεις και απαντήσεις ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα του 20ου αιώνα, εξήντα και πλέον χρόνια πρίν…
Ζώντας σε δύσκολες καταστάσεις με οικονομικές κρίσεις, πολέμους, δυστυχία προσπάθησε πρώτα να κατανοήσει τι έφταιξε, τι πήγε στραβά, τι είναι αυτό που έφερε την ανθρωπότητα στην εξαθλίωση και έπειτα προσπάθησε να διατυπώσει προτάσεις για ένα σύστημα κοινωνικοπολιτικό, ένα σύστημα αξιών που θα απέτρεπε, κατά τη γνώμη του, παρόμοιες συμφορές στο μέλλον.
Λέω δε, κατά τη γνώμη του γιατί δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να ενστερνισθεί τις απόψεις του…Τις παραθέτω απλά ως απόψεις ενός ξεχωριστού ανθρώπου που κατά την γνώμη μου,  θα πρέπει να  διαβάζονται με προσοχή και να αξιολογούνται κατάλληλα χωρίς φανατισμό και παρωπίδες.

Έτσι, αφού πρώτα μας μιλά για την «ληστρική φάση» στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας, τονίζοντας πως η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η πραγματική πηγή του κακού την οποία θεωρεί υπεύθυνη των δεινών, περνά στην πρότασή του για το μέλλον…το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Σύμφωνα λοιπόν με την πρότασή του, ο σκοπός του σοσιαλισμού θα πρέπει να είναι κοινωνικοηθικός, να βλέπει τον άνθρωπο με τη ματιά της ηθικής, της αξίας και της δικαιοσύνης.
Μάλιστα παραδέχεται, αν και επιστήμονας ο ίδιος και ίσως ο μεγαλύτερος, πως αυτό δεν μπορεί να γίνει με την επιστήμη, κι εδώ μιλάμε και για την οικονομική επιστήμη, καθότι η επιστήμη πέραν των μέσων δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα περισσότερο.
Η επίτευξη του σκοπού αυτού μπορεί να γίνει μόνο, από προσωπικότητες ακέραιες, πλήρεις ηθικών αξιών, που θα εμπνεύσουν τους ανθρώπους μέσα στην κοινωνία να τους ακολουθήσουν, συμβάλλοντας στην εξέλιξή της.
Στη συνέχεια χρησιμοποιώντας τις επιστημονικές του γνώσεις, προσπαθεί να εξηγήσει ποιές συνθήκες μπορούν να αλλάξουν και ποιες πρέπει να μείνουν αμετάβλητες κατά τη διαδικασία μεταμόρφωσης της κοινωνίας.
Τέλος, προσπαθεί να κάνει πιο χειροπιαστό αυτό που λέει, μιλώντας για «σχεδιασμένη οικονομία», μια σοσιαλιστική οικονομία δηλαδή και μια παιδεία συμβαδίζουσα με τις αρχές της, προσανατολισμένης σε κοινωνικούς σκοπούς.
Γνωρίζει όμως πολύ καλά πως για να επιτευχθεί αυτό, δηλαδή να πρo­σαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, να κατανέμει την εργασία στους ικανούς για εργασία, να εγγυάται τα μέσα προς το ζειν για τον καθένα, η παιδεία να αποβλέπει στην ανάπτυξη της συναίσθησης της ευθύνης,  δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Έτσι βλέπουμε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου λέγοντας: μην γελιόσαστε, η σχεδιασμένη οικονομία δεν επαρκή για το χτίσιμο του σοσιαλισμού. Πρέπει πολλά να γίνουν όπως και πολλά να αποφευχθούν…αναφέροντας ενδεικτικά τον κίνδυνο υποδούλωσης της προσωπικότητας των ατόμων και τον κίνδυνο μετατροπής της γραφειοκρατίας σε δύναμη πραγματικής εξουσίας. Το μεγάλο στοίχημα και η μεγάλη πρόκληση συνάμα για τον Αινστάιν  είναι, το πώς θα προστατευ­τούν τα δικαιώματα του ατόμου και ταυτόχρονα να υπάρχει εγγύηση ενός δημοκρατικού αντί­βαρου στην εξουσία της γραφειοκρατίας. Οι σκοποί και τα προβλήματα του σοσιαλισμού δεν είναι τόσο απλά και ο Αινστάιν το έχει καταλάβει…
Συμπερασματικά ο Αινστάιν προκρίνει σαν σύστημα διακυβέρνησης τον σοσιαλισμό… που ναι μεν δεν εφαρμόστηκε ούτε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά που αποτελεί για τον ίδιο το μόνο σύστημα που εγγυάται ένα καλλίτερο μέλλον. Με την προυπόθεση πως χρειάζεται επαγρύπνηση συνεχής, αξιολόγηση και τοποθέτηση τίμιων, ικανών και αδέκαστων προσώπων σε θέσεις κλειδιά της κοινωνίας μας, από ηγέτες ικανούς, ηθικούς που να εμπνέουν το λαό…και έναν λαό σκεπτόμενο και παιδευμένο που θα ελέγχει, θα καθοδηγεί και θα τιμωρεί με τον τρόπο του την εκάστοτε ηγεσία. Κι αυτό όχι απέχοντας μα συμμετέχοντας. Γιατί οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, της περιβαλλοντολογικής διακυβέρνησης, της επαναφοράς της χαμένης αξιοπρέπειας στους πολίτες, η καθιέρωση Κράτους δικαίου, η διαφάνεια προυποθέτουν έλεγχο παντού, η επιτυχία των οποίων βασίζεται στην ενεργή συμμετοχή όλων μας. 

* Ολόκληρο το άρθρο στην διεύθυνση:
(Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο 1 τεύχος του Αμερικανικού περιοδικού Monthly Review, το 1949)

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

“ Γιατί Σοσιαλισμός ” Αλβέρτου Αϊνστάιν





















Ας εξετάσουμε πρώτ’ απ’ όλα το ζήτημα αυτό από την άποψη της επιστημονικής γνώσης. Μπορεί να φανεί ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές μεθοδολογικές διαφορές ανάμεσα στην αστρονομία και την οικονομία: οι επιστήμονες και στους δύο τομείς προσπαθούν να ανακαλύ­ψουν τους νόμους, που έχουν γενική εφαρμογή σε ορισμένες ομάδες φαινομένων; για να κά­νουν την αμοιβαία σχέση των φαινομένων αυτών όσο γίνεται πιο κατανοητή. Αλλά τέτοιες με­θοδολογικές διαφορές υπάρχουν στην πραγματικότητα. Η ανακάλυψη των γενικών νόμων στον τομέα της οικονομίας είναι δυσκολότερη γιατί τα υπό παρατήρηση οικονομικά φαινόμε­να, επηρεάζονται συχνά από πολλούς παράγοντες, που είναι πάρα πολύ δύσκολο να εκτιμη­θούν ξεχωριστά. Εκτός από αυτό, η πείρα που συγκεντρώθηκε από την αρχή της λεγόμενης πολιτισμένης περιόδου της ανθρώπινης ιστορίας, υποβάλλονταν και υποβάλλεται, ως γνω­στόν, σε σοβαρές επιδράσεις και περιορισμούς όχι μόνο οικονομικού χαρακτήρα. Για παρά­δειγμα, οι περισσότερες μεγάλες δυνάμεις στην ιστορία οφείλουν την ύπαρξη τους στις κατα­κτήσεις. Οι λαοί κατακτητές εδραιώνονταν νομικά και οικονομικά ως προνομιούχα τάξη στην κατακτημένη χώρα… Πουθενά δεν έχει ξεπεραστεί πραγματικά εκείνο που ο Βέμπλεν απο­καλεί «ληστρική φάση» ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Ορισμένα οικονομικά γεγονότα, που παρατηρούμε, αφορούν τη φάση αυτή και μάλιστα οι νόμοι, που μπορούμε να εξάγουμε από αυτά, δεν είναι εφαρμόσιμοι σε καμιά άλλη φάση. Δεδομένου ότι ο πραγματικός σκοπός του σοσιαλισμού είναι ακριβώς να ξεπεράσει τη «ληστρική φάση» στην ανάπτυξη της ανθρωπότη­τας και να προχωρήσει προς τα εμπρός, η οικονομική επιστήμη στη σημερινή κατάστασή της μπορεί να ρίξει μόνο ένα πολύ ασήμαντο φως στη σοσιαλιστική κοινωνία του μέλλοντος.
Δεύτερο, ο σκοπός του σοσιαλισμού είναι κοινωνικοηθικός. Η επιστήμη δεν μπορεί να δη­μιουργεί σκοπούς και είναι ακόμη λιγότερο ικανή να τους εμφυσήσει στους ανθρώπους. Το μέγιστο που μπορεί να κάνει η επιστήμη είναι να προσφέρει τα μέσα για την επίτευξη ορισμέ­νων σκοπών. Αλλά αυτοί καθαυτοί οι σκοποί επιτυγχάνονται από προσωπικότητες με υψηλά ηθικά ιδανικά και, αν οι σκοποί αυτοί δεν είναι θνησιγενείς αλλά βιώσιμοι και ισχυροί, τους υπo­στηρίζουν και τους αναπτύσσουν πολλοί άνθρωποι, που καθορίζουν εν μέρει υποσυνείδητα την αργή εξέλιξη της κοινωνίας.
Λόγω των αιτίων αυτών οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί και να μην υπερεκτιμούμε την επιστήμη και τις επιστημονικές μεθόδους, όταν η υπόθεση αφορά ανθρώπινα προβλήματα. Δεν πρέπει επίσης να σκεφτόμαστε ότι μόνο οι ειδικοί έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν τη γνώμη τους για τα ζητήματα οργάνωσης της κοινωνίας.
Τελευταία ακούγονται πάρα πολλές φωνές ότι η ανθρώπινη κοινωνία περνάει κρίση, ότι η σταθερότητά της έχει κλονιστεί σοβαρά. Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα άτομα αδιαφορούν ή ακόμα και εχθρεύονται τις μικρές ή μεγάλες ομάδες όπου ανή­κουν. Για να δείξω τι εννοώ, επιτρέψτε να επικαλεστώ την προσωπική μου πείρα. Πρόσφατα, συζητώντας με έναν έξυπνο και αξιόπιστο άνθρωπο για την απειλή πολέμου που, κατά τη γνώμη μου, θα αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας, διαπί­στωσα ότι μόνο μια υπερεθνική οργάνωση μπορεί να μας προφυλάξει από τον κίνδυνο αυτό. Σχετικά με αυτό ο συνομιλητής μου, μου είπε πολύ ήρεμα και ψυχρά: «Μα γιατί φοβόσαστε τόσο την εξαφάνιση της ανθρώπινης φυλής;».
Είμαι βέβαιος ότι μόλις έναν αιώνα πριν κανείς δε θα έκανε παρόμοια παρατήρηση με τό­ση ευκολία. Πρόκειται για δήλωση ανθρώπου που μάταια προσπαθούσε να βρει ισορροπία μέ­σα του και έχασε πρακτικά την ελπίδα για επιτυχία. Ποια όμως είναι η αιτία; Υπάρχει διέξοδος;
Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα προσωπικότητα και κοινωνικό ον. Ως προσωπικότητα πρo­σπαθεί να προστατεύσει τη δική του ύπαρξη και την ύπαρξη των οικείων του, να ικανοποιήσει τις προσωπικές τους επιθυμίες και να αναπτύξει τις ικανότητές του. Σαν κοινωνικό ον επιδιώ­κει να κερδίσει την αναγνώριση και την αγάπη των άλλων ανθρώπων, να συμμεριστεί τις χαρές τους, να τους παρηγορήσει στη λύπη, να καλυτερέψει τους όρους ζωής τους. Μόνο η ύπαρξη αυτών των διαφόρων, συχνά αντιφατικών επιδιώξεων καθορίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ανθρώπου και από τους ιδιόμορφους συνδυασμούς τους εξαρτάται ο βαθμός που το άτομο μπορεί να πετύχει την εσωτερική ισορροπία και να συμβάλει στην ευημερία της κοινωνίας. Εί­ναι εντελώς δυνατό η σχετική δύναμη των δυο αυτών επιδιώξεων να είναι βασικά προσδιορι­σμένη από την κληρονομικότητα. Αλλά η προσωπικότητα διαμορφώνεται οριστικά στο περι­βάλλον, όπου ο άνθρωπος βρίσκεται στη διαδικασία της ανάπτυξής του, από τη διάρθρωση της κοινωνίας όπου μεγαλώνει, από τις παραδόσεις της κοινωνίας αυτής, από το πώς εκτιμά τους διάφορους τύπους συμπεριφοράς. Η αφηρημένη έννοια «κοινωνία» σημαίνει για το ατo­μικό ανθρώπινο ον το σύνολο των άμεσων και έμμεσων αμοιβαίων σχέσεων με τους σύγχρο­νούς του και με όλες τις προηγούμενες γενεές. Το άτομο είναι σε θέση να σκέπτεται, να νοι­ώθει, να προσπαθεί να εργαστεί αυτοτελώς, αλλά εξαρτάται τόσο πολύ από την κοινωνία στη φυσική, διανοητική και συναισθηματική ύπαρξή του, που είναι αδύνατο να σκέπτεται γι’ αυτήν ή να την κατανοεί εκτός των πλαισίων της κοινωνίας. Η «κοινωνία» αυτή εξασφαλίζει στον άν­θρωπο τροφή, ενδυμασία, κατοικία, εργαλεία εργασίας, τον προικίζει με γλώσσα, με τις μορ­φές και το βασικό περιεχόμενο των σκέψεων. Η ζωή του είναι δυνατή χάρη στην εργασία και στα επιτεύγματα πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων στο παρελθόν και στο παρόν, όλων εκεί­νων που κρύβονται πίσω από τη μικρή λέξη «κοινωνία» …
0 άνθρωπος κατά τη γέννησή του χάρη στην κληρονομικότητα αποκτά βιολογική σύστα­ση, που πρέπει να τη θεωρούμε καθορισμένη και αμετάβλητη, η οποία περιλαμβάνει φυσικές επιδιώξεις που είναι χαρακτηριστικές για τα ανθρώπινα όντα. (Όπως αναφέραμε παραπάνω, η βιολογική φύση του ανθρώπου δεν μπορεί να αλλάξει για πρακτικούς λόγους). Εκτός από αυ­τό, στη διάρκεια της ζωής του αποκτά πολιτιστική ψυχοσύνθεση, που την παίρνει από την κοι­νωνία μέσω της επικοινωνίας και με πολλά άλλα είδη επίδρασης… Η κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπινων υπάρξεων μπορεί να διαφέρει πολύ ανάλογα με τα επικρατούντα πολιτιστικά πρότυπα και τύπους οργάνωσης που κυριαρχούν στην κοινωνία. Σε αυτό ακριβώς βασίζουν τις ελπίδες όσοι επιδιώκουν να καλυτερέψουν την τύχη του ανθρώπου: οι άνθρωποι δεν είναι κα­ταδικασμένοι λόγω της βιολογικής τους ψυχοσύνθεσης να αλληλοεξοντώνονται ή να παραδί­δονται στο έλεος της σκληρής και αναπόφευκτης μοίρας.
Αν αναρωτηθούμε πώς πρέπει να αλλάξουμε τη διάρθρωση της κοινωνίας και του πολιτι­σμού της για να γίνει πιο ευνοϊκή η ανθρώπινη ζωή, πρέπει να θυμούμαστε ότι πάντα υπάρ­χουν ορισμένες συνθήκες που δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε. Πολύ περισσότερο, οι τεχνo­λογικές και δημογραφικές διαδικασίες μερικών τελευταίων αιώνων δημιούργησαν συνθήκες που είναι επίσης αμετάβλητες. Στις περιοχές με μόνιμο και πυκνό πληθυσμό η παραγωγή των αναγκαίων για τη ζωή αγαθών προϋποθέτει υποχρεωτικά τον καταμερισμό της εργασίας και μια μεγάλη συγκέντρωση παραγωγικού μηχανισμού. Η εποχή που τα άτομα ή συγκριτικά μι­κρές ομάδες μπορούσαν να έχουν πλήρη επάρκεια, η οποία όταν κοιτάμε στα περασμένα μας φαίνεται τόσο ειδυλλιακή, έφυγε μια για πάντα. θα είναι απλώς μια μικρή υπερβολή αν πούμε ότι από την άποψη της παραγωγής και κατανάλωσης η ανθρωπότητα αποτελεί σήμερα κιόλας μια παγκόσμια κοινότητα.
Τώρα μπορώ να προσδιορίσω σύντομα την ουσία της σημερινής κρίσης. Πρόκειται για τη στάση του ατόμου απέναντι στην κοινωνία. Το άτομο συνειδητοποιεί σε μεγαλύτερο βαθμό παρά ποτέ άλλοτε την εξάρτησή του από την κοινωνία. Όμως δεν εκλαμβάνει την εξάρτηση αυτή ως θετικό φαινόμενο, ως οργανική σχέση, ως προστατευτική δύναμη, αλλά μάλλον ως απειλή κατά των φυσικών του δικαιωμάτων ή ακόμα και κατά της οικονομικής του ύπαρξης. Πολύ περισσότερο, η θέση του στην κοινωνία είναι τέτοια που οι εγωιστικές επιδιώξεις του αυξάνουν συνεχώς, ενώ οι κοινωνικές, πιο αδύνατες από τη φύση τους επιδιώξεις του, όλο και πιο πολύ καταρρέουν. Όλοι οι άνθρωποι ανεξάρτητα από τη θέση τους στην κοινωνία υποφέ­ρουν από τη διαδικασία αυτή. Αιχμάλωτοι του εγωισμού τους, χωρίς οι ίδιοι να το αντιλαμβάνo­νrαι, νοιώθουν ανυπεράσπιστοι, μοναχικοί, στερημένοι από την ικανότητα, με αφέλεια, απλά και απερίσκεπτα να χαίρονται τη ζωή. 0 άνθρωπος μπορεί να βρει νόημα στη ζωή – που είναι τόσο σύντομη και γεμάτη κινδύνους – μόνο αφιερώνοντας τον εαυτό του στην κοινωνία.
Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως υπάρχει σήμερα, είναι κατά τη γνώμη μου η πραγματική πηγή του κακού. Βλέπουμε μια τεράστια μάζα παραγωγών που πα­σχίζουν ακατάπαυστα να αφαιρέσουν ο ένας από τον άλλο τους καρπούς της συλλογικής εργασίας τους – όχι με τη βία, αλλά σύμφωνα με τους νόμιμα καθιερωμένους κανόνες. Από την άποψη αυτή είναι σημαντικό ότι τα μέσα παραγωγής, δηλαδή όλες οι παραγωγικές δυνάμεις, απαραίτητα για την παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων, καθώς και οι ολοένα νέες επενδύσεις μπορούν να είναι νόμιμα και κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν ατομική ιδιοκτησία ξεχωριστών προσώπων.
Για απλοποίηση θα αποκαλώ στη συνέχεια «εργάτες» όσους δεν ανήκουν στους ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, αν και αυτό δεν αντιστοιχεί πλήρως στη συνηθισμένη χρήση του όρου αυτού. 0 ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αποκτά εργατική δύναμη. Χρησιμοποιώντας τα μέσα παραγωγής, ο εργάτης παράγει νέα εμπορεύματα που γίνονται ιδιοκτησία του καπιταλιστή. Εδώ έχει ακριβώς σημασία η συσχέτιση της πραγματικής αξίας αυτού που ο εργάτης παράγει και εκείνου που του πληρώνουν. Όσο καιρό η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», αυτό που παίρνει ο εργάτης δεν καθορίζεται από την πραγματική αξία των παραγόμενων από αυτόν εμπορευμάτων, αλλά από τις ελάχιστες ανάγκες του και την προσφορά και ζήτηση εργατικής δύναμης από τους καπιταλιστές. Έχει σημασία να καταλάβουμε ότι ακόμη και στη θεωρία η αμοιβή του εργάτη δεν καθορίζεται από την αξία αυτού που έχει παράγει.
Βρισκόμαστε μπροστά στην τάση του ιδιωτικού κεφαλαίου προς την όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση. Εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού των καπιταλιστών, εν μέρει γιατί η ανάπτυξη της τεχνολογίας και ο αυξανόμενος καταμερισμός της εργασίας ενθαρρύνουν το σχηματισμό μεγαλύτερων παραγωγικών μονάδων σε βάρος των μικρών. Αποτέλεσμα της ανάπτυξης αυτής είναι η ολιγαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου, η κολοσσιαία εξουσία του οποίου δεν μπορεί να ελέγχεται αποτελεσματικά ακόμη και σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αυτό συμβαίνει, γιατί τα μέλη των νομοθετικών οργάνων εκλέγονται από τα πολιτικά κόμματα, τα οποία χρηματοδοτούνται και επηρεάζονται βασικά από τους ιδιώτες επιχειρηματίες, που επιδιώκουν για πρακτικούς σκοπούς να απομακρύνουν το εκλογικό σώμα από τους νομοθέτες. Σαν αποτέλεσμα οι αντιπρόσωποι του λαού δεν υπερασπίζονται αποτελεσματικά τα συμφέροντα των μη προνομιούχων ομάδων του πληθυσμού. Πολύ περισσότερο, στις υπάρχουσες συνθήκες οι ιδιώτες επιχειρηματίες ελέγχουν αναπόφευκτα τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τύπο, ραδιόφωνο, εκπαίδευση). Για το λόγο αυτό, ο απλός πολίτης είναι πολύ δύσκολο και στις περισσότερες περιπτώσεις απλώς αδύνατο να καταλήξει σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να ασκεί με εξυπνάδα τα πολιτικά του δικαιώματα.
Η κατάσταση που επικρατεί στην οικονομία, βασιζόμενη στην καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία, χαρακτηρίζεται επομένως από δυο κύριες αρχές: πρώτο, τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο), αποτελούν ατομική ιδιοκτησία και οι ιδιοκτήτες τα διαχειρίζονται κατά την κρίση τους. Δεύτερο, η σύμβαση εργασίας είναι ελεύθερη. Φυσικά από την άποψη αυτή δεν υπάρχει καθαρή καπιταλιστική κοινωνία.
Πρέπει ιδιαίτερα να σημειώσουμε ότι οι εργάτες, χάρη στη μακροχρόνια και έντονη πολιτική πάλη σημείωσαν επιτυχίες εξασφαλίζοντας σε ορισμένες κατηγορίες εργατών «βελτιωμένη» μορφή ελεύθερης σύμβασης εργασίας. Αλλά η σημερινή οικονομία στο σύνολό της διαφέρει κατά πολύ από τον «καθαρό» καπιταλισμό.
Η παραγωγή πραγματοποιείται για χάρη του κέρδους και όχι για το όφελος, αλλά δεν υπάρχει εγγύηση ότι όλοι, όσοι θέλουν και μπορούν να εργαστούν, θα μπορέσουν σίγουρα να βρουν δουλειά. Σχεδόν πάντα υπάρχει στρατιά ανέργων. 0 εργάτης φοβάται συνεχώς να μη χάσει τη δουλειά του. Επειδή οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι εργάτες δεν αποτελούν προσο­δοφόρα αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών εμπορευμάτων είναι περιορισμένη με αποτέλε­σμα να υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες. Η τεχνική πρόοδος οδηγεί συχνά στην αύξηση της ανεργίας και όχι στην ελάφρυνση από τα βάρη της εργασίας. 0 προσανατολισμός στο κέρδος σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό των καπιταλιστών είναι η αιτία της αστάθειας στη συσσώ­ρευση και τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου, πράγμα που οδηγεί σε όλο και πιο σοβαρές κα­ταστάσεις ύφεσης. 0 απεριόριστος ανταγωνισμός οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη σπατάλη εργασίας και έτσι παραμορφώνει την κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων, όπως ανάφερα πιο πάνω.
Θεωρώ την παραμόρφωση αυτή των προσωπικοτήτων το μεγαλύτερο κακό του καπιταλι­σμού. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει από αυτό το κακό. Το υπέρμετρο αίσθημα του ανταγωνισμού εμφυτεύεται στους φοιτητές, που τους μαθαίνουν να θέτουν υπεράνω την επιτυχία, ως προετοιμασία για τη μελλοντική καριέρα.
Είμαι πεισμένος ότι μόνο ένας δρόμος υπάρχει για να μπει τέλος σε όλο αυτό το κακό, δη­λαδή τη δημιουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας με το αντίστοιχο σε αυτή σύστημα παιδείας, προσανατολισμένης σε κοινωνικούς σκοπούς. Σε μια τέτοια οικονομία η κοινωνία κατέχει τα μέσα παραγωγής και τα διαχειρίζεται με βάση το σχεδιασμό. Η σχεδιασμένη οικονομία πρo­σαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινωνίας, κατανέμει την εργασία στους ικανούς για εργασία και εγγυάται τα μέσα προς το ζειν για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί. Αντί για την εξύμνηση της εξουσίας και της επιτυχίας, όπως γίνεται στη σημερινή μας κοινωνία, η παιδεία που συμπληρώνεται με την ανάπτυξη των εσωτερικών ικανοτήτων της προσωπικότητας, θα αποβλέπει στην ανάπτυξη σε αυτή της συναίσθησης της ευθύνης για τους άλλους ανθρώ­πους.
Ωστόσο, πρέπει να θυμούμαστε ότι η σχεδιασμένη οικονομία δε σημαίνει ακόμα σοσιαλι­σμός. Η σχεδιασμένη οικονομία αυτή καθεαυτή μπορεί να συνοδεύεται από την πλήρη υπo­δούλωση της προσωπικότητας. Η επίτευξη του σοσιαλισμού απαιτεί την επίλυση ορισμένων εξαιρετικά δύσκολων κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων. Πώς, λόγου χάρη, παίρνοντας υπό­ψη το βάθεμα της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας θα αποτραπεί η με­τατροπή της γραφειοκρατίας σε δύναμη που κατέχει την πλήρη εξουσία. Πώς θα προστατευ­τούν τα δικαιώματα του ατόμου και ταυτόχρονα να υπάρχει εγγύηση ενός δημοκρατικού αντί­βαρου στην εξουσία της γραφειοκρατίας. Οι σκοποί και τα προβλήματα του σοσιαλισμού δεν είναι τόσο απλά και η σαφής κατανόησή τους έχει μέγιστη σημασία στο μεταβατικό μας αιώ­να. Δεδομένου ότι στις σημερινές συνθήκες η ελεύθερη, ανεμπόδιστη συζήτηση των πρo­βλημάτων αυτών βρίσκεται πρακτικά υπό απαγόρευση, νομίζω ότι η έκδοση του περιοδικού αυτού («Monthy review») Θα προσφέρει στην κοινωνία μεγάλη υπηρεσία.


(Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο 1 τεύχος του Αμερικανικού περιοδικού Monthly Review, το 1949)

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Μιλώ σε σένα για μένα...Η μυσταγωγία της ύπαρξής μας (ι)



Η μυσταγωγία της ύπαρξής μας ( απόσπασμα i )

















Βιβλίο φθαρμένο η ύπαρξή μας.. ξετυλίγεται μέσα από κιτρινισμένες και μισοσβησμένες σελίδες.. αντάρτη χρόνου μαγεία, που συνενώνει ζωές και όνειρα, αλήθεια και φαντασία, αίνιγμα και καθημερινότητα ταπεινή… χαμένοι σαν υπνοβάτες, αναζητάμε ένα φανταστικό πεπρωμένο, ένα άπιαστο νόημα, έναν δρόμο που δεν ονομάζεται, όπως δεν έχει όνομα το άγνωστο, ο γρίφος, το αίνιγμα.
Αντάρτη χρόνου μαγεία…
μάχη που γίνεται μέσα μας, χειροπιαστά κι απόκρυφα, συνειδητά κι ασυνείδητα..
μα κύρια, στον χώρο της φαντασίας μας…εκεί όπου βρίσκεται το πεδίο των μαχών μας…εκεί όπου βιώνουμε τις νίκες και τις ήττες μας…



ανάγερτος

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

ο ίλιγγος του κενού






“Υπάρχει κάτι, και να το θυμάσαι, φρικτό σ’ αυτή τη χώρα, πιο φρικτό από την πείνα, τις αρρώστιες, τα πτώματα: ο ίλιγγος του κενού.(αλλιώς είναι η επανάσταση στα βιβλία και τις εφημερίδες· η καθημερινή τριβή με τους εμπολέμους και τις διχόνοιες τους αφαίρεσε κάτι από τη μεγαλοσύνη τους) Ο δρόμος προς την ελευθερία και μια ευνομούμενη πολιτεία είναι σε ένα σκοτεινό τούνελ, εύκολα κανείς τον χάνει και περιπλανιέται χωρίς πυξίδα σ’ ένα αχανές έρημο ορυχείο. Πού είναι άραγε η έξοδος στο φως; Tις πιο πολλές φορές πρέπει το φως να το επινοείς ο ίδιος και να το λες μέσα σου συνεχώς για να το πιστέψεις. Σπάνια το βλέπεις στο βάθος”

 Ισίδωρος Ζουργός

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Αν είχα είκοσι παλλικάρια σαν εσένα...

                   « Ε. Βενιζέλος »
Η φράση αυτή αφορούσε έναν ήρωα, έναν άγνωστο ήρωα, τον παπα-Λευτέρη Νουφράκη, την ιστορία του οποίου θα φωτίσει το κείμενο που ακολουθεί……  
Τον Ιανουάριο του 1919, στην Κωνσταντινούπολη, έλαβε χώρα ένα γεγονός, το οποίο οι περισσότεροι Έλληνες αγνοούν. 
466 χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους, ο ναός της Αγίας Σοφίας που μέχρι τότε λειτουργούσε ως τζαμί, μετετράπη για λίγη ώρα ξανά σε ελληνικό χριστιανικό ναό και τελέστηκε Θεία Λειτουργία.  
Πρωταγωνιστής αυτού του συγκλονιστικού γεγονότος της εθνικής μας ζωής, ήταν ο παπα-Λευτέρης Νουφράκης από τις Αλώνες Ρεθύμνου, ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιωτικός ιερέας στη Β’ Ελληνική Μεραρχία, μια από τις δύο Μεραρχίες που συμμετείχαν στις αρχές του 1919 στο «συμμαχικό» εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία. 
Η Μεραρχία αυτή στο δρόμο προς την Ουκρανία στάθμευσε για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, την Πόλη των ονείρων του ελληνικού λαού, η οποία βρισκόταν τότε υπό «συμμαχική επικυριαρχία», ύστερα από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. 
Μια ομάδα Ελλήνων αξιωματικών με επικεφαλής το γενναίο Κρητικό και μαζί του τον ταξίαρχο Φραντζή, τον ταγματάρχη Λιαρομάτη, τον λοχαγό Σταματίου και τον υπολοχαγό Νικολάου αγνάντευαν από το πλοίο την πόλη και την Αγια-Σοφιά, κρύβοντας βαθιά μέσα στην καρδιά τους το μεγάλο μυστικό τους, τη μεγάλη απόφαση που είχαν πάρει το περασμένο βράδυ, ύστερα από πρόταση και έντονη επιμονή του λιονταρόψυχου Κρητικού παπα-Λευτέρη Νουφράκη. Να βγουν δηλαδή στην πόλη και να λειτουργήσουν στην Αγια-Σοφιά. Όλοι τους ήταν διστακτικοί, όταν άκουσαν τον παπα-Λευτέρη να τους προτείνει το μεγάλο εγχείρημα. Ήξεραν ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Η Αγια-Σοφιά, ήταν ακόμη τζαμί, σίγουρα κάποιοι φύλακες θα ήταν εκεί, κάποιοι άλλοι θα πήγαιναν για προσευχή, δεν ήταν δύσκολο από τη μια στιγμή στην άλλη να γεμίσει η εκκλησία. Ύστερα ήταν και οι ανώτεροί τους που δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι αυτή την ενέργεια, η οποία σίγουρα θα προκαλούσε θύελλα αντιδράσεων από τους «συμμάχους» για την «προκλητικότητά» της. Ίσως μάλιστα να δημιουργείτο και διπλωματικό επεισόδιο που θα έφερνε σε δύσκολη θέση την ελληνική κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. 
Όμως ο παπα-Λευτέρης έχει πάρει την απόφασή του, ήταν αποφασιστικός και κατηγορηματικός. - Αν δεν έρθετε εσείς, θα πάω μοναχός μου! Μόνο ένα ψάλτη θέλω. Εσύ, Κωνσταντίνε (Λιαρομάτη), θα μου κάνεις τον ψάλτη; - Εντάξει, παππούλη, του απάντησε ο Ταγματάρχης, που πήρε και αυτός την ίδια απόφαση, κι όλα πια είχαν μπει στο δρόμο τους. Τελικά, μαζί τους πήγαν και οι άλλοι. Το πλοίο που μετέφερε τη Μεραρχία είχε αγκυροβολήσει στ’ ανοιχτά, γι αυτό επιβιβάστηκαν σε μια βάρκα στην οποία κωπηλατούσε ένας Ρωμιός της Πόλης και σε λίγο αποβιβάστηκαν στην προκυμαία. Ο Κοσμάς, ο ντόπιος βαρκάρης, έδεσε τη βάρκα και τους οδήγησε από τον συντομότερο δρόμο στην Αγια-Σοφιά. Η πόρτα ήταν ανοιχτή λες και τους περίμενε. Ο Τούρκος φύλακας κάτι πήγε να πει στη γλώσσα του, όμως τον καθήλωσε στη θέση του και τον άφησε άφωνο ένα άγριο κι αποφασιστικό βλέμμα του ταξίαρχου Φραντζή. Όλοι μπήκαν μέσα σε ευλάβεια και προχώρησαν κάνοντας το σταυρό τους. Ο παπα-Λευτέρης ψιθύρισε με μεγάλη συγκίνηση: «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς Ναόν Αγίον σου εν φόβω…». Προχωρεί γρήγορα, δεν χρονοτριβεί. Εντοπίζει το χώρο στον οποίο βρισκόταν το Ιερό και η Αγία Τράπεζα. Βρίσκει ένα τραπεζάκι, το τοποθετεί σ’ αυτή τη θέση, ανοίγει την τσάντα του, βγάζει όλα τα απαραίτητα για τη Θεία Λειτουργία, βάζει το πετραχήλι του και αρχίζει. - Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. - Αμήν, αποκρίνεται ο ταγματάρχης Λιαρομάτης και η θεία λειτουργία στην Αγια-Σοφιά έχει αρχίσει. Οι αξιωματικοί μοιάζουν να τα ‘χουν χαμένα, όλα έγιναν τόσο ξαφνικά και φαίνονται απίστευτα. Η Θεία Λειτουργία προχωρεί κανονικά. Η Αγια-Σοφιά ύστερα από 466 ολόκληρα χρόνια ξαναλειτουργείται! Ο παπα-Λευτέρης συνεχίζει. Όλα γίνονται ιεροπρεπώς, σύμφωνα με το τυπικό της Εκκλησίας. Ακούγονται τα «Ειρηνικά», το «Κύριε ελέησον», «ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού…», που γράφτηκε από τον ίδιο τον Ιουστινιανό με την προσταγή και την φροντίδα του οποίου χτίστηκε και η Αγια-Σοφιά. Ακολουθεί η «Μικρή Είσοδος», το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ…», ο «Απόστολος» από τον ταξίαρχο Φραντζή και το «Ευαγγελικό Ανάγνωσμα» από τον παπα-Λευτέρη. Χρέη νεωκόρου εκτελεί ο υπολοχαγός Νικολάου. Στο μεταξύ η Αγια-Σοφιά αρχίζει να γεμίζει με Τούρκους. Ο παπα-Νουφράκης δεν πτοείται και συνεχίζει. Οι άλλοι κοιτάζουν σαστισμένοι πότε τον ατρόμητο παπά και πότε τους Τούρκους που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούν σιωπηλοί μη μπορώντας ίσως να πιστέψουν στα μάτια τους, γιατί αυτό που γινόταν εκείνη την ώρα μέσα στην Αγια-Σοφιά, ήταν πραγματικά κάτι το απίστευτο. Μετά το «Ευαγγέλιο» ακολουθεί το «Χερουβικό» από τον ταγματάρχη Λιαρομάτη, ενώ ο παπα-Λευτέρης τοποθετεί το αντιμήνσιο πάνω στο τραπεζάκι, για να κάνει την «Προσκομιδή». Οι Τούρκοι συνεχώς πληθαίνουν. Οι ώρες είναι δύσκολες, αλλά και ανεπανάληπτες, επικές. Ο παπα-Νουφράκης συνεχίζει. Βγάζει από την τσάντα ένα μικρό «Άγιο Ποτήριο», ένα δισκάριο, ένα μαχαιράκι, ένα μικρό πρόσφορο κι ένα μικρό μπουκαλάκι με νάμα. Με ιερή συγκίνηση και κατάνυξη κάνει την προσκομιδή, ενώ ο Λιαρομάτης συνεχίζει να ψάλει το «Χερουβικό». Όταν ολοκλήρωσε την «Προσκομιδή», στρέφεται στον υπολοχαγό Νικολάου, του λέει ν’ ανάψει το κερί για να ακολουθήσει η «Μεγάλη Είσοδος». Ο νεαρός υπολοχαγός προχωρεί μπροστά με το αναμμένο κερί και ακολουθεί ο παπάς βροντοφωνάζοντας: «Πάααντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός…». Στη συνέχεια ακολουθούν οι «Αιτήσεις» και το «Πιστεύω», το οποίο είπε ο Φραντζής. Στο μεταξύ η Αγια-Σοφιά, έχει γεμίσει με Τούρκους κι ανάμεσά τους υπάρχουν και πολλοί Έλληνες της Πόλης, που βρέθηκαν εκεί αυτή την ώρα και παρακολουθούν με συγκίνηση τη λειτουργία, χωρίς να τολμούν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους «δια τον φόβον των Ιουδαίων», δηλαδή των Τούρκων. Μόνο κάποιες στιγμές δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια τους και για να μην προδοθούν φροντίζουν και τα σκουπίζουν πριν γίνουν «πύρινο» ποτάμι και τότε ποιός θα μπορούσε να τα συγκρατήσει. Η Λειτουργία στο μεταξύ φτάνει στο ιερότερο σημείο της, την «Αναφορά». Ο παπα-Λευτέρης με πάλλουσα από τη συγκίνηση φωνή λέει: «Τα σα εκ των Σω, Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα». Όλοι οι αξιωματικοί γονατίζουν και η φωνή του ταγματάρχη Λιαρομάτη ακούγεται να ψέλνει το «Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν Κύριε και δεόμεθά Σου ο Θεός ημών». 
Σε λίγη ώρα η αναίμακτη θυσία του κυρίου μας έχει τελειώσει στην Αγια-Σοφιά, ύστερα από 466 ολόκληρα χρόνια! Ακολουθεί το «Άξιον Εστί», το «Πάτερ ημών», το «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε» και όλοι οι αξιωματικοί πλησιάζουν και κοινωνούν τα «Άχραντα Μυστήρια». Ο παπα-Λευτέρης λέει γρήγορα τις ευχές και ενώ ο Λιαρομάτης ψέλνει το «Ειη το όνομα Κυρίου ευλογημένον…» καταλύει το υπόλοιπον της Θείας Κοινωνίας και απευθυνόμενος στον υπολοχαγό Νικολάου του λέει: «Μάζεψέ τα γρήγορα όλα και βάλ’ τα μέσα στην τσάντα». Ύστερα κάνει την «Απόλυση». Η Θεία Λειτουργία στην Αγια-Σοφιά, έχει ολοκληρωθεί. Ένα όνειρο δεκάδων γενεών Ελλήνων έχει γίνει πραγματικότητα. Ο παπα-Νουφράκης και οι τέσσερις αξιωματικοί είναι έτοιμοι να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν στο πλοίο. Η Εκκλησία όμως είναι γεμάτη Τούρκους, οι οποίοι έχουν αρχίσει να γίνονται άγριοι, επιθετικοί συνειδητοποιώντας τι ακριβώς είχε συμβεί. Η ζωή τους κινδυνεύει άμεσα. Όμως δε διστάζουν, πλησιάζει ο ένας τον άλλο, γίνονται «ένα σώμα», μια γροθιά και προχωρούν προς την έξοδο. 
Οι Τούρκοι είναι έτοιμοι να τους επιτεθούν, όταν ένας Τούρκος αξιωματούχος παρουσιάζεται με την ακολουθία του και τους λέει: «Ντουρούν χέμεν….» (Αφήστε τους να περάσουν). Το είπε με μίσος. Θα ήθελε να βάψει τα χέρια του στο αίμα τους, όμως εκείνη τη στιγμή έτσι έπρεπε να γίνει, αυτό επέβαλαν τα συμφέροντα της πατρίδας του, δεν ήταν χρήσιμο γι αυτούς να σκοτώσουν τώρα πέντε Ρωμιούς αξιωματικούς μέσα στην Αγια-Σοφιά. Δεν ξεχνά ότι στ’ ανοιχτά της Πόλης βρίσκονται δύο ετοιμοπόλεμες ελληνικές Μεραρχίες κι ακόμη ότι η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται ουσιαστικά υπό την επικυριαρχία των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στους οποίους βέβαια δεν συμπεριλαμβάνονται οι Τούρκοι. Στο άκουσμα αυτών των λόγων οι Τούρκοι υποχωρούν. Ο παπα-Νουφράκης και οι άλλοι αξιωματικοί βγαίνουν από την Αγια-Σοφιά και κατευθυνόμενοι προς την προκυμαία, όπου τους περιμένει η βάρκα. Ένας μεγαλόσωμος Τούρκος τους ακολουθεί, σηκώνει ένα ξύλο και ορμά για να χτυπήσει τον παπα-Νουφράκη. Διαισθάνεται, ξέρει ότι αυτός ο παπάς είναι ο εμπνευστής, ο δημιουργός αυτού του γεγονότος. Ο ηρωικός παπάς σκύβει για να προφυλαχθεί, αλλά ο Τούρκος καταφέρνει και τον χτυπά στον ώμο. Λυγίζει το σώμα του από τον αβάσταχτο πόνο, όμως μαζεύει τις δυνάμεις του, ανασηκώνεται και συνεχίζει να προχωρεί. Στο μεταξύ ο ταγματάρχης Λιαρομάτης και ο λοχαγός Σταματίου αφοπλίζουν τον Τούρκο, που είναι έτοιμος για να δώσει το πιο δυνατό κι ίσως το τελειωτικό χτύπημα στον παπά. Ήδη, πλησιάζουν στη βάρκα. Μπαίνουν όλοι μέσα. Ο Κοσμάς μαζεύει τα σχοινιά και αρχίζει γρήγορα να κωπηλατεί. Σε λίγο βρίσκονται πάνω στο ελληνικό πολεμικό πλοίο ασφαλείς και θριαμβευτές.  
Ακολούθησε διπλωματικό επεισόδιο και οι «σύμμαχοι» διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος αναγκάστηκε να επιπλήξει τον παπα-Λευτέρη Νουφράκη. Όμως κρυφά επικοινώνησε μαζί του όπου συνεχάρη τον πατριώτη ιερέα και τον επαίνεσε με τα “γνωστά λόγια” , που «έστω και για λίγη ώρα ζωντάνεψε μέσα στην Αγια-Σοφιά τα πιο ιερά όνειρα του Έθνους μας».  
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το ιστορικό της Θείας Λειτουργίας που έγινε ύστερα από 446 χρόνια στην Αγια-Σοφιά από τον ηρωικό παπα-Λευτέρη Νουφράκη. 
Χωρίς να με εκπλήσει βέβαια το γεγονός…
Σήμερα δεν υπάρχει καμία προτομή του στο χωριό του, στην πόλη του Ρεθύμνου, στον περίβολο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης ή σε κάποια πλατεία της πρωτεύουσας της Ελλάδας. Κανένας δρόμος, έστω και ο πιο ασήμαντος, δε φέρει το όνομά του. Καμία αναφορά δε γίνεται στη ζωή και στη δράση του στα πλαίσια της τοπικής ή της εθνικής μας ιστορίας. Τίποτε απ’ όλα δεν έχει γίνει! Όχι γι αυτόν. Αυτός το χρέος του το έκαμε χωρίς να αποβλέπει σε κανενός είδους ανταπόδοση. Αλλά για μας, για μας που έχουμε ανάγκη από τέτοια ηρωικά πρότυπα, από ισχυρά στηρίγματα, για να, μπορέσουμε να κρατήσουμε και να διασώσουμε ό,τι είναι δυνατόν από την ταυτότητά μας, από τα ιδανικά του γένους μας, από την ίδια την ψυχή μας.    
 
  παπα-Λευτέρηs Νουφράκηs