Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Το παγκάκι



Μια ιστορία θα σας πω...μοιάζει με παραμύθι.
Κάποτε... στην άκρη ενός παράδρομου που τέλειωνε σ’ ένα παγκάκι έρημο, χρόνου σημάδι, έσκυψε το κορμί του να γείρει ένας άντρας.
Τα βάσανα της ζωής τον είχανε κουράσει.
Αν και στη ζωή δεν ήταν μόνος, η ψυχή του ταξίδευε μόνη, όπως η βάρκα μεσ’ το πέλαγος, δίχως άλλα φώτα να τρεμοπαίζουν δίπλα της... η μοίρα έπαιζε για μια ακόμη φορά καλά το παιχνίδι της.
Έτσι κάθισε να ξεκουραστεί και να σκεφτεί.
Δίπλα του δρόμος που τέλειωνε, μπροστά του γκρεμός κι απέναντι μακριά του, φώτα σπιτιών, ανθρώπων σκιές, παιδιών φωνές.
Ένα κορίτσι που πέρναγε από κει, τον είδε˙ κοντοστάθηκε, τον κοίταξε καλά και κάθησε. Κάθησε στην άλλη γωνιά, φαινόταν κι αυτή πολύ κουρασμένη.
Τα πόδια της δεν προχωρούσαν το κορμί της.
Αντάμωσαν τα βλέμματά τους, κοιταχτήκανε κάμποση ώρα, μιλήσανε, γελάσανε κι ύστερα έφυγαν μαζί. Έγιναν ένα εκείνο το βράδυ. Οι ψυχές τους σφιχταγκαλιασμένες δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Πόσο ταίριαξαν! Θαρρείς πως χρόνια γύρευαν η μια την άλλη.
Περπάτησαν δρόμους πολλούς μαζί...μια γέλαγαν, μια έκλαιγαν.
Μα ήρθε κάποτε η ώρα που άλλο πια δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί.
Έκανε κρύο πολύ και το κορίτσι κρύωνε. Έπρεπε να φύγουν.
Πάμε του λέει...έλα, δεν έχει άλλο δρόμο. Μόνο μπροστά είν’ ο δρόμος, εκεί τα φώτα, εκεί η ζωή.
Πρέπει να διαβούμε το γκρεμό..έλα! κάνε ότι θα κάνω και γώ, ακολούθησέ με. Πέρασε το κορίτσι. Με λίγα σημάδια στα χέρια και στα πόδια τα κατάφερε. Έλα του λέει, σειρά σου...
Το σκέφθηκε πολύ ο άντρας. Σηκώθηκε, μα δείλιασε. Φοβήθηκε μη σκοτωθεί, φοβήθηκε μήπως χαθεί. Το κορίτσι εκεί.. να φωνάζει, να παρακινεί, να περιμένει.
Έλα του λέει, μη φοβάσαι. Κι αν πέσεις και χτυπήσεις έχεις εμένα, εγώ θα γιάνω τις πληγές σου.
Δεν μπόρεσε! και τότε, είδε τα μάτια της να βουρκώνουν κι ένα δάκρυ να κυλά και να χάνεται μαζί με τη ζωή του. Την έβλεπε να ξεμακραίνει, μέχρι που χάθηκε. Ο πόνος τον κυρίευσε, κατέρρευσε, γύρισε στο παγκάκι.
Από τότε γυρνά σ’ όλους τους δρόμους, σ’ όλους τους κόσμους...δεν έπαψε λεπτό να την αναζητά. Από κείνη τη βραδιά η ψυχή του χάθηκε απ’ το κορμί του. Ρακένδυτη γυρνά κι όλο φωνάζει τ’ όνομά της.. κι όταν κουράζεται πολύ, απάγκιο βρίσκει στο παγκάκι.

Γι’ αυτό λοιπόν, σαν νοιώσεις αγάπη βαθιά για κάποιον μέσα σου, μη φοβηθείς..κάνε το άλμα κι ας χαθείς. Είναι άλλο να πεθαίνεις για την αγάπη κι άλλο να πεθαίνεις από αγάπη. Δεν υπάρχει πόνος πιο βαθύς απ’ την πληγή της ψυχής.


ανάγερτος





το άρωμά σου











Σε ροδοπέταλα γυαλί
βαθιά μεσ’ στην ψυχή μου
έχω κρυμμένη τη ζωή μου…
μέσα στη σιωπή σου,
από το άρωμά σου
ακούω τη φωνή σου!

ανάγερτος



Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Πόνος

















Και μια γυναίκα μίλησε και είπε...Μίλησέ μας για τον Πόνο.
Και κείνος αποκρίθηκε: Ο πόνος σας είναι το σπάσιμο του όστρακου που περικλείει τη γνώση σας. Όπως το τσόφλι του καρπού πρέπει να σπάσει, για να βγει η καρδιά του στο φως του ήλιου, έτσι κι εσείς πρέπει να γνωρίσετε τον πόνο. Κι αν μπορούσατε να κρατάτε στην καρδιά σας το θαυμασμό για τα καθημερινά θαύματα της ζωής σας, ο πόνος δε θα σας φαινόταν λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας. Και θα δεχόσαστε τις εποχές της καρδιάς σας, όπως δέχεστε από πάντα τις εποχές που περνούν πάνω από τα χωράφια σας. Και θα παρατηρούσατε με ηρεμία τους χειμώνες της θλίψης σας. Πολλούς από τους πόνους σας τους διαλέγετε μονάχοι. Είναι το πικρό φάρμακο που μ' αυτό ο γιατρός που είναι μέσα σας θεραπεύει τον άρρωστο εαυτό σας. Γι' αυτό, να εμπιστεύεστε το γιατρό, και να πίνετε το φάρμακό του, σιωπηλά και ήρεμα. Γιατί το χέρι του, αν και βαρύ και σκληρό, οδηγείται από το τρυφερό χέρι του Αόρατου... και η κούπα που σας δίνει, μ' όλο που καίει τα χείλη σας, είναι φτιαγμένη από τον πηλό που ο μεγάλος Αγγειοπλάστης μούσκεψε με τα δικά του άγια δάκρυα.


Χαλίλ Γκιμπράν

με τη φλόγα…














Με τη φλόγα της καρδιάς μου
μια ζωή θα τυραννιέμαι
τα όνειρά μου ν' ανάψω.
Αναθεματισμένε αέρα, κόπασε!
Την αγαπάω...
Ακούς;

ανάγερτος

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Τιμή στους ήρωες!












Τιμή στους ήρωες!
Ένα τριαντάφυλλο προσφορά ψυχής στο χυμένο αίμα των αγωνιστών της πατρίδας μας, των εραστών της ελευθερίας και του έρωτα για μια ζωή αξιοπρέπειας. Η ελευθερία δεν χαρίζεται..η ελευθερία κατακτιέται. Σήμερα τα λόγια του μεγάλου ποιητή επίκαιρα όσο ποτέ, ας αφυπνίσουν τις συνειδήσεις μας και ας μας οδηγήσουν στη λύτρωση μέσα από την ανάσταση της ελευθερίας μας και της χαμένης αξιοπρέπειάς μας.

“Πατρίδα, έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους, απο τέκνα αβάφτιστα, απο μαραγκούς, απο κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί μια σταγόνα αίμα πετούμενο και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή, ... μες απο εκεί που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας σε πιστεύανε παντοτινά θαμμένη.
Σήμερα, όπως και τότε, θα γεννηθείς απ' το λαό....”               “P.Neruda


ανάγερτος
.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

η δύναμη της αγάπης














..περπατώ στην άμμο, όπως εσύ περπατούσες πάνω μου, αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δική μου. Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει. Ότι κι αν σου πω δε θα μεταδώσω αυτό που μ έκανε να σε θέλω έτσι. Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι από σένα και μαζί κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι. Είμαστε στο παντού και στο πάντα τώρα που σε αγάπησα και η αγάπη μας κάνει αδιαίρετους..
 Μ. Βαμβουνάκη

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

μικροί θεοί



Κρατώ την αλήθεια
πετάω το ψέμα.
Κρατώ την αλήθεια
στις θεϊκές στιγμές μας.
Στη φωνή μας, στο κορμί μας,
στην ψυχή μας...
εκεί που είναι η μεγάλη
η δύναμή μας.
Εκεί που τ’ άστρα χαμηλώνουν,
οι καρδιές ανταμώνουν
και γίνονται ένα...
στο τώρα, στο αύριο, στο πάντα.
μικροί θεοί...
Μικροί θεοί στον Όλυμπο,
στα σύννεφα, στην κορυφή.
Κανείς να μη μας βλέπει,
κανείς να μη μας κρίνει,
γιατί είμαστε θεοί.
Κι αν ο κόσμος ρωτάει,
κανείς δεν θα μάθει,
ποτέ δεν θα μάθει,
πως είμαστε εμείς,
μικροί θεοί...
θάνατος κι ανάσταση,
στου Ολύμπου την κορφή.

ανάγερτος

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

έρωτας
















 
'Oλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ' τον εαυτό τους, δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι, βγάλανε μια κραυγή σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα, κάπου μακριά. Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού. Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου...   

Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου..... Δινόσουνα ολάκερη και δεν κράταγες για τον εαυτό σου παρά μόνο την έγνοια αν ολάκερη έχεις δοθεί.. Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου τότε που μου χαμογελούσες.. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου αγαπημένη μου. Μα και τι να πει κανείς.. Όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.. Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου έζησα όλη τη ζωή… Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα και τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια θάναι δικά μας.. Θάθελα να φωνάξω τ'ονομά σου,αγάπη, μ' όλη μου τη δύναμη.. Να το φωνάξω τόσο δυνατά που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο, καμιά ελπίδα να μη πεθάνει.. Θε μου πόσο ήταν όμορφη σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων. Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.. Μισώ τα μάτια μου, που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου.. Θα σ' ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει, ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής σ' αναζητάω σαν τον τυφλό, που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ'ενα σπίτι που' πιασε φωτιά, α, για να γεννηθείς εσύ κι εγώ για να σε συναντήσω γι αυτό έγινε ο κόσμος.. Κι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις, κλείνεις έξω απ' την πόρτα σου έναν ολάκερο πικραμένο κόσμο.. Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί.. Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου, εσύ θα ξέρεις, πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια του φιλιού, που ονειρευότανε για σένα.. Ποδοπάτησε με, να έχω τουλάχιστον την ευτυχία να μ'αγγίζεις..



Τάσος Λειβαδίτης





Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

ταξίδι στ’ όνειρο














Ταξίδι στ' όνειρο κι εγώ κατάδικος,
στης φυλακής σου την καρδιά...
κατάδικός σου!
ν' ακούω μουσική αυτή που ακούγαμε μαζί,
με χείλια ενωμένα να πίνουμε ζωή,
το δέρμα σου να ακουμπώ και να κοιτώ,
τις μεθυσμένες μας ψυχές
τρελό χορό να στήνουν...

ανάγερτος

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

Το δαχτυλίδι



Υπάρχει μια παλιά ιστορία για ένα παιδί που πήγε να ζητήσει τη βοήθεια ενός σοφού: «Ήρθα, δάσκαλε, γιατί νοιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πως μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο; Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε: «Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως..» και ύστερα από μια παύση συνέχισε : «Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω.» «Ε ...;μετά χαράς, δάσκαλε» είπε διστακτικά ο νεαρός, νοιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν για άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.«Ωραία» συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας :» Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς για αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.» Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι' αυτό. Όταν το παιδί έλεγε «ένα χρυσό φλουρί» άλλοι γελούσαν, άλλοι του γύριζαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκετά ευγενικός για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί κι έτσι απέρριψε την προσφορά. Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του στην αγορά - και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα - , παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το  άλογο και γύρισε πίσω. Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλυτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου. Μπήκε μέσα στην κάμαρη. «Δάσκαλε» είπε, «λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως, νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.» «Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε» απάντησε χαμογελώντας ο δάσκαλος. «Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού. Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησέ τον πόσα μπορεί να πιάσει.Ομως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.» Ο νεαρός καβάλησε  το άλογο κι έφυγε πάλι. Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί: «Πες στο δάσκαλο, αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του.» «Πενήντα οχτώ χρυσά;» φώναξε το παιδί. «Ναι» απάντησε οκοσμηματοπώλης. «Βέβαια,, με λίγη υπομονή θα μπορούσαμε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, αν είναι επείγον ...;» Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.«Κάθισε» του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. «Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. 'Ενα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο, πρέπει να σ΄ εκτιμήσει ένας αληθινός ειδικός. Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;» Και μ' αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο του αριστερού του χεριού.







 Χόρχε Μπουκάι

μέσα στα μάτια σου...












Όταν η μέρα κλείνει τα μάτια της,
η νύχτα σ’ αγκαλιάζει
τόσο δυνατά, που σε πνίγει
σαν είσαι μόνος...
και τα πουλιά μεσ’ τη φωλιά τους
σαν πέφτει η νύχτα,
από αγάπη πεθαίνουν κι αυτά,
μέσα στα μάτια σου…


ανάγερτος


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Λυωμένο γυαλί

















Λυωμένο γυαλί η σκέψη σου,
στις φλέβες μου κυλά...
καίει κορμί, καίει καρδιά,
καίει το μαύρο σύννεφο.
Βρέχει σιωπή, βρέχει ερημιά,
δε στεγνώνουν τα όνειρα πια,
δε στεγνώνουν τα κορμιά...
το κορμί μου..
το κορμί σου..
που η ψυχή μου
πουκάμισο σε διάλεξε,
για να το φορά.




ανάγερτος

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Περασμένα μεσάνυχτα















Περασμένα μεσάνυχτα
κι η ψυχή να γλιστρά
σε μονοπάτια σκοτεινά...
να πέφτει, να γδέρνεται, να ματώνει,
να μη χάνεται.
Το ξημέρωμα τη βρίσκει
τις πληγές της να γλύφει
περιμένοντας τη φωνή της ν' ακούσει...
το φάρμακό της, το γιατρικό της.

ανάγερτος

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

την ώρα που κοιμόσουν...
















Την ώρα που κοιμόσουν
σήκωσα τις άγκυρες
τα σύννεφα
να ανταμώσουν... 

ανάγερτος

καλημέρα...

" μ' όλο το φως της πλάσης μέσα σου! "
















Μια καλημέρα κλεισμένη στο στόμα
ώρα αδυναμίας
γυμνή η σκέψη χωρίς ήλιο
κρυώνει στη μοναξιά της δειλίας
αν και έχει ξημερώσει χρόνια τώρα
και η κόκκινη κλωστή είναι πρόθυμη
να γίνει ένα με το σώμα σου,
έχασα το μέτρημα στα δάκτυλα που αγγίζω
σταμάτησα να σκέφτομαι
γεμίζοντας το ποτήρι νερό
για να με σβήσω...









Michel Serraz

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

μέσα απ’ τη σιωπή μου…

















Δε λαβώθηκε, δε λαβώνεται ποτέ αυτό!
Μόνο φεύγει και χάνεται...για λίγο, για πολύ.
Άπληστο και αδηφάγο μέσα μας!
Πόσο αίμα; Πόσο πόνο, πόσο δάκρυ χρειάζεσαι ακόμα;
Βρήκες πληγές ανοικτές και δε λες να ξεκολλήσεις.
Σε θρέφει το αίμα. Γι’ αυτό δεν αφήνεις να κλείσει η πληγή.
Μήπως όμως και γω σ’ αφήνω να το κάνεις;
Μήπως και γω το θέλω; Μήπως φοβάμαι; Μήπως;
Mήπως όλο αυτό είναι μια συνωμοσία μεταξύ μας;
Να μην κλείσει η πληγή για να μη χαθεί η ψυχή;
Ίσως...ποιός ξέρει.
Ψυχή είναι αυτή κι η αγάπη κοφτερό μαχαίρι.
Να χαράζει, να νοιώθεις την κάψα από το αίμα 
που κυλά και να μην πονάς...
Να σ’ αρέσει, σαν κάτι τρελό να συμβαίνει.
Σαν κάτι που μπήκε μέσα σου και νέκρωσε τον πόνο.
Δεν ξέρω πως να το πω...
έρωτα, αγάπη, πάθος, έκσταση;
Όπως και να το πω ένα μόνο ξέρω,
σε λατρεύω, πέρα από όρια σε λατρεύω
μέσα απ’ το φιλί μου, μέσα απ’ τη σιωπή μου…

 ανάγερτος





Ναυαγός















Πορεία ξέφρενη σε ράγες ζωής,
χαράζω.
Δεν ξέρω που πάω, τι κάνω, τι θέλω,
δεν μπορώ να δω.
Η ταχύτητα πιέζει το μυαλό
και χάνεται,
χάνεται στο πριν, χάνεται στο μετά,
μες΄ στης ψυχής τα βάθη χάνομαι...
Με χρώματα όνειρα μπερδεύω το αίμα,
να ζωγραφίσω ένα νησί, απρόσιτο νησί,
παράδεισο νησί...εκεί να μείνεις,
μέσα στου έρωτα τις ευωδιές,
για πάντα.
Ναυαγός χωρίς σχεδία
ν’ ακούω το γέλιο σου
σαν ξεμακραίνω...
και τη μορφή σου,
μεσ’ στον καθρέφτη τ’ ουρανού
θα βλέπω, μέχρι να χαθώ
ψυχή μου...

ανάγερτος





Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

αγιασμένα κορμιά
















Παλεύω...
Στην ερημιά των δίσεκτων χρόνων παλεύω,
με μόνη συντροφιά το άρωμα
του κέδρου του υγρού, που σε μεθά.

Με βλέμμα στραμμένο στου κάμπου τ’ αλώνια,
εκεί που χορεύουν η πίκρα με την ερημιά,
εκεί περιμένω... εκεί ακουμπώ στη ρίζα του.

Πόσο αργά κυλά ο χρόνος;
ποτάμι που στέρεψε και δεν μιλά,
όταν δεν ξέρεις πότε θα φανεί η ηλιαχτίδα.

Σαν βέλος να τρυπήσει σύννεφα και φυλλωσιά,
να ζεστάνει τον κορμό, να ζεστάνει την καρδιά,
να κάνει το δένδρο φλογερό σαν τη δική σου,
σαν τη δική μου την καρδιά.

Να το αγγίζεις και μέσα από τα χείλη του
που καίνε, να ξεχυθεί η φλόγα του,
που έμελλε να κάψει
τα αγιασμένα τα κορμιά.

ανάγερτος





Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

“Ντουέντε”
















Ντουέντε                                                                                                             
 Μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ...

Δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας. Αυτή η «μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ», είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσουγκρανάει τον κύριό του τη μέρα που πήρε το κώνειο. Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, στον πύργο της τελείωσής του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ΄ ένα ντουέντε. Η αληθινή μάχη είναι με το ντουέντε.


Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε «σωστοί τρόποι». Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ.

Το ντουέντε δεν εμφανίζεται καν αν δεν δει κάποια πιθανότητα θανάτου, αν δεν πειστεί πως θα μπαινοβγεί ελεύθερα στο σπίτι του, αν δεν είναι σίγουρο πως θα ταράξει εκείνα τα κλαριά που όλοι κουβαλάμε μέσα μας και που θα μείνουν για πάντα απαρηγόρητα.

Στη σκέψη, στον ήχο και στην κίνηση, το ντουέντε σπρώχνει το δημιουργό σε μιάν αντρίκια, τίμια πάλη στο χείλος του πηγαδιού. Κι ενώ η μούσα κι ο άγγελος αποσύρονται με το βιολί ή με το διαβήτη τους, το ντουέντε πληγώνει, και στο γιάτρεμα αυτής της πληγής που ποτέ δεν κλείνει, βρίσκεται η ρίζα ό,τι πρωτόγνωρου και θαυμαστού κρύβει το έργο του ανθρώπου.

 
 






Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα




Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Μουσκεμένα ίχνη ζωής

















Βροχή τα μάτια μου,
νότισαν το δρόμο
των ανήμπορων "θέλω" μου.
Μουσκεμένα ίχνη ζωής
ακουμπώ...γέλια, λύπες,
χαρές μαργαριτάρια.
Σκιά στη σιωπή του χρόνου
χαμένος,
τη λάμψη μου αντικρίζω
μέσ' απ' τα μάτια σου,
τα χείλη σου, το γλυκό χαμόγελό σου,
σε μια ζωή που δεν την έζησα
και που ήταν όλη μου η ζωή...

ανάγερτος




Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Όταν βλέπω το πρόσωπό σου...

Όταν βλέπω το πρόσωπό σου,
δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελα ν’ αλλάξει.
Όταν χαμογελάς, το μέσα μου γελάει.
Όταν ανασαίνω, τους χτύπους της καρδιάς σου ακούω.
Είσαι καταπληκτική!
Μείνε ακριβώς όπως είσαι…Σ’ αγαπώ!!!