Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Τώρα που κρυώνει...





















Τώρα που κρυώνει,
θάθελα η φωνή μου ν’ απλωθεί
κόκκινο σεντόνι
στους ανεμόμυλους
της λευτεριάς
Θέλω οι λόγχες να λάμψουν
στον ήλιο,
δεν θέλω πάνω τους να σπάσουν.

ανάγερτος

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Άγγιξες τη ζωή μου...
















Άγγιξες τη ζωή μου με την ίνα της ύπαρξης σου, που είναι φτιαγμένη από αγάπη. Πέσαμε σε κενά έρωτα, σε κενά χαμένη, σ’ ένα συναίσθημα ανεπανόρθωτο κ μοναδικό.
Τίποτα δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι αλλιώς ανάμεσα μας.
Μέσα στα ταξίδια μας υπάρχουν ψυχές κ σώματα χαμένα πάντα σε έναν ιδρώτα αγάπης κ πάθους. Γιατί μάθαμε να φεύγουμε μαζί αγκαλιασμένοι, για τους τόπους του απείρου, στις κοιλάδες της 
τελειότητας...Σ' αγαπώ κ είσαι για μένα σαν ταξίδι μες τη θάλασσα. Γίνομαι όστρακο που ανοίγω μόνο στα κρυφά κ μόνο για το χατίρι σου...Θέλω να φύγω μαζί σου, πάλι, μακριά, στην άβυσσο που οριοθετούν τα κορμιά μας. Με μια ατέλειωτη ηδονή να μας καταδιώκει παντού. Λιώσε με μέσα στη ζέστη του μυαλού σου, πάρε με όπως θες εσύ. Εγώ είμαι εδώ για πάντα. Η φωλιά που μέσα της θα κρύβεσαι από κάθε μούργα λύπης...


Ευα Ομηρόλη

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Αδυνατώ...


















Δυό χάντρες μάτια μαργαριτάρια
ήλιος, φεγγάρι έξω απ’ τα μαύρα
φλέβες τα όνειρα μεσ’ στο κενό
Σάρκα και αίμα ποτίζουν το κύμα
κι ο νους στις όχθες χωρίς ηχώ
Κι όλο κοιτώ
Μερόνυχτα άδεια
Αδυνατώ!
Αδυνατώ μονάχος αυτόν τον Ρουβίκωνα
να τον διαβώ.
Αδυνατώ...

ανάγερτος

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Υπόσχεσή μου…















Αναμασώ το όνειρο να ζήσω
Μια βούκα όνειρο,
ότι που κράτησα
απ’ το ζεστό καρβέλι
που μου χάρισες.
Σ’ ευχαριστώ!
Σ’ ευχαριστώ που ακόμα ζω
Αυτό το όνειρο θα πεθάνει μαζί μου
Υπόσχεσή μου

ανάγερτος

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Η πόρτα των αισθήσεων...














H λύτρωση δεν είναι για μένα η άρνηση των εγκοσμίων. Νιώθω το σφιχταγκάλιασμα της ελευθερίας μέσα σ' εκατομμύρια δεσμά ηδονής. Πάντα και πάντα, χύνεις τους δροσερούς κρουνούς του κρασιού σου με τα μύρια χρώματα και μύρα, γεμίζοντας το χωματένιο αυτό ποτήρι ως τα χείλη...Όχι! Ποτέ δεν θα κλείσω την πόρτα των αισθήσεών μου.

Tagore

Με ρώτησες πώς έγινα τρελός. Να πώς:



















Μιαν αυγή, καιρό πολύ πριν γεννηθούνε άμετροι θεοί, ξύπνησα από ένα λήθαργο κι είδα πως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου -τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει κι είχα φορέσει σ' εφτά ζωές.
΄Ετρεξα τότε ακάλυπτος στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους φωνάζοντας: "Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!"
Πολλοί άντρες και γυναίκες με περιγέλασαν, κι άλλοι έτρεξαν φοβισμένοι στα σπίτια τους.
Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε:
"Είναι τρελός!". Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω. Τότε, για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό πρόσωπό μου και η ψυχή μου γέμισε αγάπη για τον ήλιο, κι απ΄τη στιγμή εκείνη δεν ήθελα πια τις μάσκες μου. Και εκστασιασμένος φώναξα: " Ευλογημένοι, ευλογημένοι εκείνοι που έκλεψαν τις μάσκες μου!"
΄Ετσι έγινα τρελός.
Και μέσα στην τρέλα μου βρήκα και τα δυο: λευτεριά και σιγουριά. Τη λευτεριά της μοναξιάς και τη σιγουριά πως δεν με καταλαβαίνουν. Γιατί αυτοί που μας καταλαβαίνουν κάτι υποδουλώνουν μέσα μας..
Αλλά, ας μην είμαι και τόσο περήφανος για τη σιγουριά μου. Κι ένας κλέφτης ακόμα, όταν είναι φυλακισμένος, είναι προφυλαγμένος από έναν άλλον κλέφτη.

Χαλίλ Γκιμπράν 

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

λυχνάρι





Ποιός είπε πως η αστραπή
περνά και χάνεται!
Στα μεσοπέλαγα,
λυχνάρι καίει…

ανάγερτος

Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

Δεν έχω πια χρόνο




















Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ό,τι έχω ζήσει έως τώρα…
Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.
Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.
Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.
Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.
Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.
Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.
Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα.
Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.
Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες.
Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται…
Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…
Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.
Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.
Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.
Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.
Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.
Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.
Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.
Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…
Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.
Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.
Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…
Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ’ όσες έχω ήδη φάει.
Σκοπός μου είναι να φτάσω ώς το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.
Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…


Mario de Andrade (1893–1945)

Επίκαιροι αμίλητοι



















Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες
περί δημοκρατικής τάξης, ανάμεσά
μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,
ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,
των ανυπόταχτων τα μούτρα
τσαλακώνουν.
Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.
Τους φτύνουνε καταπρόσωπο κι αυτοί 
σκουπίζουνε σιωπηλά το πρόσωπο το φτυμένο.
Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα, πώς ν’ αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.
Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!
Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει.


Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι