Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ













"Τα παιδιά σας δεν είναι δικά σας.
Είναι γιοι και θυγατέρες της Ζωής
που ενδιαφέρεται για τον εαυτό της.
Βγαίνουν από μέσα σας, όχι όμως για σας.
Και αν είναι μαζί σας, δεν ανήκουν σε σας.
Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας,
όχι όμως και τις σκέψεις σας.
Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις.
Μπορείτε να στεγάσετε τα σώματά τους,
όχι όμως τις ψυχές τους.
Γιατί οι ψυχές τους ζουν στο σπίτι του αύριο,
που εσείς δεν μπορείτε να επισκεφθείτε,
ούτε ακόμα στα όνειρά σας.
Μπορεί να προσπαθείτε να είστε σαν κι αυτά.
Όμως μην επιδιώκετε να τα κάνετε σαν εσάς.
Γιατί η ζωή δεν πηγαίνει προς τα πίσω.
Ούτε μένει στο χθες".

Gibran

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Το τελευταίο μπάνιο


Ευθυμογράφημα 
Όταν ήταν μικρή, τη λέγανε Φροσάκι. Τώρα πώς κατάντησε Φροσάρα, ούτε που το κατάλαβε! Η Φροσάρα, που λέτε, κουβαλά νυχθημερόν τα 170 κιλά της και βαρυγκωμεί. Όλο το χειμώνα προσπάθησε να βάλλει λίγο φρένο σ’ αυτή την ακατάπαυστη βουλιμία, αλλά…
Είναι βλέπετε, η οικογένεια, τα παιδιά δηλαδή, που τρώνε το καταπέτασμα, κι έτσι η Φροσάρα όλη τη μέρα στην κουζίνα, δοκίμασε το ένα, δοκίμασε το άλλο, σιγά σιγά από τότε που παντρεύτηκε φούσκωσε σα μπαλόνι.
Είχε δοκιμάσει του κόσμου τις δίαιτες αλλά…
Τέλος πάντων, συνήθισε να τη φωνάζουν Φροσάρα. Μεγαλειώδες. Δηλώνει πυγμή. Φάε το φαΐ σου γιατί θα το φάει η Φροσάρα. Κι Φροσάρα γελάει με ένα γέλιο θαρρείς και θρυμματίζεται κρύσταλλο.
Χτες πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα κάνει μπάνιο στη θάλασσα. Από το διπλανό χωριό, όλο το καλοκαίρι έχουν βάλει πούλμαν για τα μπάνια. Μιάμιση ώρα μακριά η θάλασσα, τίποτα. Πάνε το πρωί και το βραδάκι είναι πάλι πίσω. Χόρτασαν μπάνια τα παιδιά. Η Φροσάρα δεν τόλμησε να μπει στο πούλμαν! Έστελνε τα παιδιά με τη θεια της και τις γειτόνισσες κι αυτή δρόσιζε το κορμί της με το λάστιχο στην αυλή.
Της άρεσε που περνούσε μόνη τα Σαββατοκύριακα. Από χθες όμως την είχε κυριεύσει μια απέραντη νοσταλγία για τη θάλασσα. Αυτό θα ήταν το τελευταίο δρομολόγιο.
Ζύμωσε ένα κιλό κιμά κεφτεδάκια και πρωί- πρωί, πριν ξυπνήσουν οι άλλοι, έβαλε τηγάνι. Έψαξε για κείνα τα παντόφλια που της έφερε μια φίλη της στα γενέθλιά της. Ήταν ασημένια, με χοντρό, μονοκόμματο τακούνι. Πέρασε το καλοκαίρι και δεν τα φόρεσε ούτε μια φορά. Θα τα φορέσει σήμερα. Κοίταξε τα φουσκωμένα της πόδια μέσα στο αστραφτερό ασημί και … μπα, γιατί να μη τα φορέσει, αυτή δε δικαιούται να φορέσει κάτι μοντέρνο; Θέλουν λίγο περιποίηση ίσως οι φτέρνες. Έτσι που αλωνίζει μέσα έξω ξυπόλητη, αυτές δεν είναι φτέρνες. Σαν να τις έκοψες με το μαχαίρι. Πρέπει κάτι να κάνει.
Έβαλε τα πόδια σε μια λεκάνη με ζεστό νερό να μουλιάσουν μπροστά στην τηλεόραση κι έτσι όπως χαλάρωσε, την πήρε ένας γλυκός ύπνος και έφυγε μακριά από γδαρμένες φτέρνες κι ανήσυχες σκέψεις για την εκδρομή.
Μπήκαν στο πούλμαν. Η Φροσάρα κάθισε σε δυο θέσεις, πράγμα που σήμαινε έναν περιπαιχτικό ψίθυρο και ματιές και σκουντήματα όλο νόημα μεταξύ των συνεπιβατών. Γύρω της ξεφύτρωναν φουσκωμένα σωσίβια, βαρκούλες κι ένα σωρό άλλα θαλάσσια αξεσουάρ. Τα παιδιά έδιναν μάχες σώμα με σώμα για να εξασφαλίσουν την ποθητή θέση δίπλα στο παράθυρο. Σωστό πανηγύρι! Δεν την ενοχλούσαν ποτέ οι παιδικές σκανταλιές. Παιδιά είναι! Αν δεν παίξουν τώρα, πότε θα παίξουν; Πολλές φορές μάλιστα έμπαινε κι αυτή στο παιχνίδι και τότε έπεφτε σύρμα σ’ όλη τη γειτονιά «Η Φροσάρα πηδάει σχοινάκι» και μαζεύονταν όλη η τσακαλαρία για να διασκεδάσει. Δεν τη ένοιαζε που γελούσαν τα παιδιά. Της άρεσε να τα βλέπει.
Δίπλα και κάτω, στα πόδια της, ακούμπησε μερικές σακούλες με τις ετοιμασίες για την εκδρομή. Καθώς ο ήλιος τρύπωνε μέσα από το μισοτραβηγμένο κουρτινάκι, της ζέσταινε το πρόσωπο και το λαιμό. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα κύλησαν στις ρυτίδες του ντεκολτέ. Έκλεισε εντελώς την κουρτίνα κι έβγαλε από την τσάντα της μια βεντάλια.
Πώς να περάσει η ώρα;
Ψαχούλεψε τη σακούλα που είχε δίπλα της και πήρε ένα κεφτεδάκι. Έτσι, για τη λιγούρα. Το έβαλε γρήγορα- γρήγορα στο στόμα και το κατάπιε μονομιάς. Μετά από λίγο, δεν τρώω άλλο ένα, σκέφτηκε, κι έτσι η Φροσάρα χωρίς να καταλάβει κανείς, τα θανάτωσε τα κεφτεδάκια. Δεν πειράζει! Λογαριασμό θα τους δώσει; Έτσι κι αλλιώς το είχε κάνει το κουμάντο της. Αβγά βραστά, τυροπιτάκια, λουκάνικα, ζαμπονάκια, πατατοσαλάτα, ντολμαδάκια με κληματόφυλλα και αβγολέμονο. Έχουν να φάνε τα παιδιά.
Της άρεσε η διαδρομή. Μετά τις στροφές βγήκανε στον Διεθνές. Έτσι τον έλεγε η Φροσάρα. «Να καλέ, ο Διεθνές» Κι οι φίλες της έτσι τον ήξεραν. Πέρα, μακριά φάνηκε η θάλασσα. Είχε πολύ καιρό να ταξιδέψει. Προτιμούσε να μένει μόνη στο σπίτι προφασιζόμενη διάφορες δουλειές κι ας λαχταρούσαν να δουν τα ματάκια της. Σήμερα, όμως…
Ο οδηγός πάρκαρε το λεωφορείο κάτω από τα παχύσκιωτα πλατάνια, πίσω από αμέτρητα λεωφορεία άλλης προέλευσης, έδεσε με δύναμη το χειρόφρενο και με ύφος πυγμαλίωνα σηκώθηκε από τη θέση του για να κάνει τις καθιερωμένες ανακοινώσεις για το που θα φάνε, που θα κάνουν μπάνιο για καλύτερα, να μην ξεχάσουν το χαρακτηριστικό που έχει το δικό τους πούλμαν – μια κίτρινη γραμμή κάτω από τα παράθυρα.
Ξεχύθηκαν στην παραλία με αλαλαγμούς και επιφωνήματα. Εδώ, εδώ, κοντά στην ακροθαλασσιά. Όχι καλέ. Εδώ είναι καλύτερα. Ελάτε εδώ, στο δεντράκι. Να ‘χουμε και σκιά το μεσημέρι να ρίξουμε κι έναν υπνάκο.
Κι ακολούθησε και η Φροσάρα την παρέα. Το είχε ήδη μετανιώσει. Τι δουλειά είχε αυτή εδώ; Γιατί δεν καθόταν σπιτάκι της;
Άνοιξε το τσαντί της. Να και η ομπρέλα. «Βαθιά, βάλτην βαθιά να μη σηκωθεί κανένας αέρας και την ψάχνουμε!» Η Φροσάρα κοιτούσε τον κόσμο που βουτούσε στο δροσερό νερό και δίσταζε.
«Έλα.» την παρακίνησε μια φίλη της. Προχώρησε με δυσκολία πάνω στην καυτή άμμο. Φορούσε μια κελεμπία γιατί μαγιό δεν υπήρχε στο νούμερό της. Κάθισε στην ακροθαλασσιά κι έβρεξε τα πόδια της χαζεύοντας τους συχωριανούς της που πλατσούριζαν χαρούμενοι. Μόνο στα ρηχά. Γονάτιζαν, βουτούσαν λίγο στο νερό κι έπειτα στέκονταν όρθιοι με τα χέρια στη μέση σα να περίμεναν τον Αη Γιάννη τον Πρόδρομο να τους ξαναβαφτίσει. Μια μυρωδιά της ήρθε από τσίπουρο. Δίπλα της καθόταν ένας χαμογελαστός μουστακαλής παππούς. Ποιος ξέρει πόσα ποτηράκια έτσουξε από το πρωί!
Σηκώθηκε και περπατώντας μέσα στο νερό, πλησίασε μια παρέα που ήταν ιδιαίτερα εύθυμη, να πει κι αυτή καμιά κουβέντα. Έμεινε πολλή ώρα όρθια, με το κυματάκι να της γλείφει τις γάμπες. Όπως έκανε όμως το μακροβούτι του ένας πιτσιρικάς, μην υπολογίζοντας σωστά έπεσε πάνω της. Η Φροσάρα έχασε την ισορροπία της και έπεσε στη θάλασσα. Ένας μεγάλος πίδακας νερού πετάχτηκε με το εκτόπισμά της κι η Φροσάρα βρέθηκε με το κεφάλι μέσα και τα πόδια έξω από το νερό.
«Βοηθήστε καλέ, τη γυναίκα, δεν μπορεί να σηκωθεί».
Τέτοιο ρεζίλεμα δεν το περίμενε. Τρεις άντρες τη σηκώσανε και τη βγάλανε μισολιπόθυμη στην ακτή. Ε, αυτό πήγαινε πολύ. Να κοντέψει να πνιγεί στα ρηχά! Έριχνε πλάγιες ματιές γύρω της. Οι περισσότεροι γελούσαν απολαμβάνοντας τη θέα της χοντρής ξαπλωμένης στην αμμουδιά. «Πότε το ξέβρασε αυτό το κήτος η θάλασσα;» Το πικρό χιούμορ της εφηβείας!
Μετά το συμβάν η Φροσάρα έχασε τελείως το κέφι της. Δεν ήθελε να συγχωρέσει τον εαυτό της. Σε λίγο όμως εξάντλησε με τη σκέψη της όλες τις υπερασπιστικές θεωρίες για τους χοντρούς, ξάπλωσε κάτω από τον ίσκιο του πεύκου της και γύρισε τα οπίσθιά της στον κόσμο που τόσο γέλασε μαζί της. Σκεπάστηκε με μια μεγάλη πετσέτα και πόσο γλυκά ήρθε ο ύπνος μαζί με τις φωνές των παιδιών, το ρυθμικό παφλασμό του κύματος και το αρμυρό αεράκι του Σεπτέμβρη!
Λίγο πιο πέρα, ένα πιτσιρίκι εντυπωσιασμένο από τη λαμέ παντόφλα της Φροσάρας έσκαψε μ’ αυτήν λακκούβες στην άμμο κι έπειτα ως εκκολαπτόμενος νεκροθάφτης, έθαψε την παντόφλα βαθιά, πολύ βαθιά, να μην τη βρει η Φροσάρα ποτέ ξανά.
Το λεωφορείο κορνάριζε ώρα πολλή περιμένοντάς την κι όλοι μαζί από τα παράθυρα αγωνιούσαν βλέποντάς την να ψάχνει στην παραλία για την παντόφλα.
«Μήπως θέλεις να βάλεις τα βατραχοπέδιλά μου;» τη ρώτησε πονηρά ο μεγάλος της γιος που διασκέδαζε το πάθημα της μάνας του.
Την παντόφλα δεν τη βρήκε.
Με ύφος σοβαρό πήρε τη μία μοναδική που της είχε μείνει και την πέταξε στον κάδο με τα σκουπίδια.
Ανέβηκε ξυπόλητη στο λεωφορείο ρίχνοντας μια περιφρονητική ματιά στη θάλασσα.
«Φύγε», είπε στον οδηγό και κάθισε στις δυο μπροστινές θέσεις της.


hana

Θέλω κράτος που...


Θέλω Κράτος που…
Επειδή

α.)«Τη φωτιά της δημιουργίας τη συντηρούν οι ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής και του πνεύματος.». (Θεοτοκάς).                                                                 

β.)«Βλέπουμε πως η πρόοδος των τεχνών και όλων των άλλων δεν γίνεται απ’ αυτούς που εμμένουν στην καθεστηκυία τάξη αλλά από αυτούς που τολμούν να κινούν πάντοτε κάτι από τα μη καλώς έχοντα:
Τας επιδόσεις ορώμεν γινομένας και των τεχνών και των άλλων απάντων, ου δια τους εμμένοντας τοις καθεστώσιν, αλλά δια τους επανορθούντας και τολμώντας αεί τι κινείν των μη καλώς εχόντων.”                                                                                                                    (Ισοκράτης)


Θέλω Κράτος που…

1)      Θα διασφαλίζει την ασφάλεια των πολιτών, αλλά, πρωτίστως, την ελευθερία τους. «Μηδέν ελευθερίας προκρίνω».                                                    (Διογένης).                                   

  Διότι: «Όσοι δέχονται να χάσουν την ελευθερία τους για την ασφάλειά τους δεν είναι άξιοι ούτε της ελευθερίας ούτε της ασφάλειας»                                                                 (Βενιαμίν Φραγκλίνος)       
                                                              
2)       Θα σέβεται τον μόχθο του απλού ανθρώπου και θα τιμά τον χρηστό πολίτη.

Διότι: 
α) «Όσο τιμώνται στην πόλη τα πλούτη και οι πλούσιοι, τόσο περιφρονείται η αρετή και οι χρηστοί: Τιμωμένου δη πλούτου εν πόλει και των πλουσίων, ατιμοτέρα αρετή τε και οι αγαθοί.».                                                                                                                               (Πλάτων).   

 β) ο αληθινός πολιτικός άρχων «ου πέφυκε (δεν έγινε) το αυτώ (το δικό του) συμφέρον σκοπείσθαι (να φροντίζει), αλλά το αρχομένω.».                                                                        (Πλάτων)

ανάγερτος

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Διψάμε για ουρανό


 Ενα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό, ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω, όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος. κι αυτή μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί, όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό

Μίλτος Σαχτούρης
Ναι διψάμε για ουρανό, αποζητάμε  κομμάτια γνήσιο ουρανό.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ίσως είναι ο πιο καταλληλος για να μας ξεδιψάσει..


“Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
απαράλλαχτο εσύ
Κι ένα σπίτι στη θάλασσα
με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και  μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο…”

 «Μονόγραμμα»


“Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς;
με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει-ακούς;
είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι να’ ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού;
την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου;
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να’ ρθω
που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό;….”

  «Μονόγραμμα»
        
 Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
να μπαίνω σαν Πανσέληνος
από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά-κι έχω τη δύναμη
αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
μες’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
υπνωτισμένα δέντρα που ασημίζουνε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
καμάρα τ΄ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα……


«Μονόγραμμα»


Ηλικία της γλαύκης θύμησης


Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον
μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζεις
ακόμη
στην ειρήνη του κόλπου των νερών έχει ο
Θεός.
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα τους ναύτες που
έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του
ορίζοντα.
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα
στήθια.
Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την
ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί-τι
γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα
ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος.
Άγνωστος και γλαυκός χαράζοντας στα
στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα.
Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα
δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήταν η οδύνη
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωθα πρώτη
φορά το ανθρώπινο βάρος σου.
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν οι αμαρυλλίδες-Μα θυμάμαι
πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που
χαράζεται παντοτινά ο χρόνος.
Σ’ άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τα’ άσπρα
σπίτια
Τα’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.
Τώρα θα’ χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο
νερό
Θα ΄χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που
κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται
ο έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το
Αιγαίο.


«Προσανατολισμοί»







Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Νίκος Καζαντζάκης : Ο Ιδεολόγος της Ελευθερίας



‘’Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες - ν’ απομείνεις μόνος και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου... Ποια ‘ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν’ αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη’’







"Αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα"

«Αν ήταν στη ζωή μου
να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό,
ένα Γκουρού, όπως λένε οι Ιντοί,
ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο 'Αγιον'Ορος,
σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά»
 ...Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία -αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί, τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα νά'χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά, ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει -και γκρέμιζε- όλους τους φράχτες -ηθική, θρησκεία, πατρίδα- που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα του.(συνέχεια σελίδα 1...)



Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Μην αφήνεσαι...












Μην αφήνεσαι, κρατήσου γερά
και θα νικήσεις.
Βλέπω τη νύχτα να φεύγει:
Κουράγιο, μη φοβάσαι.
Κοίτα μπροστά σου προς την ανατολή
σε μια διασταύρωση του δάσους                                                                 
φαίνεται τ'άστρο της αυγής.
Κουράγιο, μη φοβάσαι.
Είναι παιδιά της νύχτας,
που απ'το σκοτάδι βγαίνουν στο δρόμο:
η απελπισία, η τεμπελιά, η αμφισβήτηση,
δεν είναι παιδιά της αυγής.
Τρέξε, έλα έξω...
Κοίτα, στρέψε το βλέμμα σου ψηλά,
ο ουρανός ξaστέρωσε.
Κουράγιο, μη φοβάσαι.

Tagore






Παιδί μου...











Παιδί μου, μια μέρα θα σου πούν
ότι ο πατέρας σου είχε στο κεφάλι του
μεγάλες ιδέες, αλλά δεν κατάφερε
ποτέ να κάνει κάτι...
Δεν πρέπει να τους πιστέψεις Οχι,
γιατί θέλουν να σε κάνουν μικρόψυχο..
σαν μια βάρκα χωρίς πανιά.
Μην το πιστέψεις.. ποτέ, Οχι
στην τρικυμία οι άνθρωποι χωρίς ιδέες..
βυθίζονται πρώτοι.
*****
Παιδί μου, κάποια μέρα οι φίλοι σου
θα σου πουν,
ότι φτάνει να βρείς ένα μεγάλο έρωτα..
για να γυρίσεις τις πλάτες σου
αδιαφορώντας για όλους...
Οχι, Οχι, μην τους πιστέψεις Οχι...
μην αρχίσεις να ονειρεύεσαι
μακρυνά νησιά που δεν υπάρχουν...
Μην τους πιστέψεις..
αλλά αν θέλεις πράγματι αλήθεια ν'αγαπήσεις
μην ζητήσεις ποτέ... κάτι
που δεν μπορεί να σου δοθεί...
*****
Παιδί μου, κάποια μέρα θ'ακούσεις
να λέει ο κόσμος ότι στη ζωή περνούν καλά..
μόνο εκείνοι που δεν κάνουν τίποτα ποτέ..
Οχι, Οχι, μην τους πιστέψεις
Εσύ μην γίνεις ποτέ ένας αιθεροβάμονας
πού ονειρεύεται να φτάσει ψηλά χωρίς κόπο...
Μην τους πιστεύεις, Οχι, Οχι!
Οχι, και μη ζηλέψεις ποτέ
όποιον ζεί παλεύοντας μάταια....
με τον κόσμο του Αύριο.


Luigi Tenco




Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Για μια χρωματιστή ζωή σε όλους εσάς που θα ήθελαν να γίνουμε συνοδοιπόροι στα όνειρά μας……

Ζωή χρωματιστή

Ανάγερτος: Θεέ μου πόσο μεγάλωσα πόσο ζεστός είμαι..


Ήταν μόνος και τώρα τον ενοχλούσαν στων ποδιών τα δάκτυλα τα άγρια χόρτα που παλιά με τις ώρες τα συμβούλευε να “ημερέψουν”. Έτσι έβαλε να ψάξει τα παιδιά του κι αφού ούτε από κείνα μιλιά δεν πήρε έκατσε να πεθάνει ανάμεσα στην Ευθαλία του και τα άγρια χόρτα σαν τον πρώτο άνθρωπο που έμαθε την γλώσσα των φυτών και των ζωών.


Όμως θάνατο με τέτοιο γλυκό χαμόγελο κανείς μας δεν έχει ποτέ δει. Τόσο καλά κρυμμένο είναι μάλλον το μυστικό της ευτυχίας που χρειάζεται κανείς να διώξει την ίδια του την φύση για να το γευθεί έστω μιά φορά...


Γιώργος Κουτσαντώνης


-->
Με την ευχή μου για μια χρωματιστή ζωή σε όλους εσάς  που θα ήθελαν να γίνουμε συνοδοιπόροι  στα όνειρά μας……

ανάγερτος