Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Ο δαμαστής ο έρωτας




























 Ο δαμαστής ο Έρωτας
κι η πορφυρή Αφροδίτη,
μαζί σου παίζουν βασιλιά
κι οι μαυρομάτες Νύμφες.
Σε σένα που συχνά γυρνάς
στις πιο ψηλές βουνοκορφές,
ευλαβικά προσπέφτω...
Την προσευχή μου εισάκουσε
κι έλα κοντά σε μένα,
για να γενεί ό,τι ζητώ.
Τον Κλεόβουλο, Διόνυσε,
καλά να συμβουλέψεις,
τον έρωτά μου, βασιλιά,
για να δεχτεί τ' αγόρι.
Πάλι ο ξανθός ο Έρωτας
τη κόκκινή του μπάλα
μου πετά και με κεντρίζει
με τη νια παιγνίδι ν' αρχινήσω,
που 'χει σαντάλια πλουμιστά.
Μ' αυτή, μια και κρατά
απ' την τρανή τη Λέσβο
που 'ναι γεμάτη αρχοντικά,
σνομπάρει τ' άσπρα μου μαλλιά
κι αλλού κοιτά και χάσκει...

Ανακρέων

( Ο Ανακρέων ο Τήιος ήταν αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής, θεωρούμενος ένας από τους εννέα λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας.)
Έτος γραφής 550 πχ.




Άγονη σκέψη

art by TIna Schwichtenberg & DynOpt 






























Μην αφήνεις το χρόνο να ληστεύει τη σκέψη σου.
Όσο περνά, ξεθωριάζει την ατιμία και η άποψη
που θα κρίνει το μέλλον σου, πιθανά θα είναι ταυτόσημη
με αυτή που δημιούργησε το παρόν σου.
Ο φαύλος κύκλος της άγονης σκέψης καλλιεργείται,
συντηρείται, στηρίζεται στη λήθη και αποβλέπει
στην αέναη κυριαρχία των "εμπόρων".


ανάγερτος


Θέλει...


Θέλει φωτιά να καίει μέρες
Θέλει σαν ξαποστάσει ο κουρνιαχτός
να μη μυρίζει σάπιο
Θέλει στα μάτια σου
να σε κοιτώ φεγγάρι μου
χωρίς ντροπή, με πόθο
Θέλει την ώρα την τρεχούμενη
ένα καινούργιο σκηνικό · στο βρώμικο
με γυρισμένες πλάτες και στήθη
να λούζονται στο φως

Θέλει...

ανάγερτος


Ήσουν εκεί


























Ήτανε σούρουπο, ο ήλιος
θώπευε τη θάλασσα
Στην αγκαλιά του, κάθε σταγόνα
λαχταρούσε το τέλος
Ήσουν εκεί, όπως και χθες
Ήμουν εκεί, όπως για πάντα. Θυμάσαι;
Θυμάσαι τη λάμψη μεσ' στα μάτια μου;
Με είπες, ήλιε μου!
Σε είπα, θάλασσά μου!
Με είπες, αίμα μου!
Σε είπα, δεν θα στεγνώσει ποτέ!

ανάγερτος


Το πέταγμά σου





















Μη τα σκοτώνεις τα πουλιά

Μη διώχνεις τους ανέμους

Μη διώχνεις τ' όνειρο μακριά

Το πέταγμά σου

Με τα χέρια σου τα ίδια

Μη σκοτώνεις


ανάγερτος



Εκεί να πατάς





















Πάνω στα ίχνη Του
Εκεί να πατάς
Στα μεγάλα τα όχι
Αήττητος
Ορθός
Αναστάσιμος

ανάγερτος



Δε με ακούς;























Που πήγε το αίμα σου;
Που κατοικείς;
Πώς ξημερώνεις;
Δε με ακούς;

Όταν λέω μακριά
Εννοώ στα βαθιά

Όπου σ’ αγγίζω


Πονάω


ανάγερτος



Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Γλυκέ μου θάνατε






























" Ήρθες τη μέρα που τα πουλιά πετούσαν
χαμηλά και το σκυλί ανήσυχο στα πόδια
μου τριβόταν.
Στα χείλη κόκκινο κρασί και συ μαζί μου
Ήρθες και έμεινες για να μεθύσεις
τη ζωή μου.
Γιατί γλυκέ μου θάνατε, απ' τη ζωή
μεθάς· το ποτό είναι μονάχα να ξεχνάς."


ανάγερτος ( " Ο Κήπος του Ανάγερτου " απόσπασμα )


Σ' αυτό πιστεύω

























Σ' ό,τι δεν είναι πιστευτό
Σ' ό,τι δεν είναι μπορετό
Σ' αυτό πιστεύω

ανάγερτος



Συγχώρα με






























Όταν νοιώσουν οι λέξεις φυλακή την καρδιά σου,
δραπετεύουν σε φύλλα,
πάνε σ’ άλλες καρδιές να κρυφτούν

Ποιητή

Εσύ που είπες καθαρά
Πως η ζωή
Με τους δραπέτες προχωρά
Συγχώρα με

Για μένα
Eσύ χρεώθηκες τη βρώμικη δουλειά

Σαν το Χριστό

ανάγερτος


Βραδινό δελτίο


Εξ επαφής εκτέλεση

Βραδινό δελτίο

Νεκρό σημείο

ανάγερτος


Γλυκιά μου μοναξιά





















Είναι όμορφη, καταστροφική
Το βλέμμα της έχει τη γλύκα της Ιθάκης
τη φρίκη του Πολύφημου, τη σαγήνη της Κίρκης
Ολάκερη Οδύσσεια του χαμού και των παθών
Κοιτάξτε την πως ταξιδεύει στη μήτρα της
Τη φοβάσαι, τη σέβεσαι, την ποθείς
Εύθραυστη, μα τόσο δυνατή!
Ζει και πεθαίνει μόνη της, το επιλέγει
το μπορεί. Με παρουσία, με χωρίς
Τα χείλη της, τα μαλλιά της, το στητό της το κορμί
Ω, η αγέρωχη κορμοστασιά της!
Σε πόσες παραδόσεις, σε πόσα ξέψυχα
βράδια κυνήγησε το θάνατο, πόσες νίκες
έκανε ήττες και πόσες ήττες νίκες
για ένα θέλω της!
Γλυκιά μου μοναξιά, γλυκό μου ήμισυ
Της οργής και της ζωής γυναίκα μου
Στο σύθαμπο της ερημιάς
Εσύ θα με μεθάς κι εγώ θα σε δροσίζω.

ανάγερτος


Ένα βήμα μπροστά





























Δεν είναι το εύρος της σκέψης μας

είναι το βάθος που δεν έχει.

Ένα βήμα μόνο μπροστά από κει που δεν βλέπουμε


είν' αρκετό για να πάμε πιο πέρα.


ανάγερτος


Να γιατί...





















Να γιατί αγαπώ τα αρμυρίκια, τα μικρά και

εύθραυστα κλαδάκια της αγριελιάς δίπλα στη θάλασσα.

Για το φιλί και τη ζεστή τους αγκαλιά στο ξεβρασμένο κύμα.


ανάγερτος



Βρόχινα μάτια μου



















Σε φιλώ
κι ένας θεός γεννιέται αλυχτώντας
στο στόμα του σκύλου, στο αγκάλιασμα
του κισσού γύρω απ' τις λεύκες, στις κραυγές
των γερανιών στο ξεμάκρεμα, με μια χροιά
ελπιδοφόρας λύπης.
Σε κρατώ σφιχτά στα φτερά, τα αλμυρά
των γλάρων πάνω-πάνω από τις στέγες
των νησιών, από τις ράχες των βυθών, δίπλα
απ' των αλόγων το ορφικό χλιμίντρισμα
Αγάπη μου
Σε ονειρεύομαι
σαν άρωμα των αστεριών, σαν τη δροσιά
την πρωινή του δάσους, σαν συναυλία ξωτικών
στις παγωμένες τις καρδιές, σαν
κρύσταλλα στη θέα μας να σπάνε
Βρόχινα μάτια μου
Πως να στο πω!
Για να βρεθώ εκεί που το ριχόσπερμα
σπινθοβολά τα παγωμένα
τα φιλιά, δεν έχω άλλο τρόπο.

ανάγερτος


Κι ούτε κανείς

Αποτσίγαρα νεκρά, της γης τ' αστέρια
Κι ούτε κανείς μία ευχή-ένα φιλί
μηδέ και όρκο ψεύτικης
παντοτινής αγάπης.

ανάγερτος


Ό,τι γλυκύτερο...






















Μια αγκαλιά, μια θάλασσα

Ό, τι γλυκύτερο και φονικό!

ανάγερτος


Σαν χάδι...


Στέρεψαν τα λόγια μου πάνω στο κορμί σου

Έτσι της είπε


Κι έπειτα, σαν χάδι, η μουσική τυλίχτηκε απαλά…



Θεία γέννηση
































Συθέμελη βουή, συντρίμμια

ψαλμωδία της φρίκης

κάθιδρη σκοτεινή σχισμή

εντός μου

ασπροφόρετη,

μια Θεία γέννηση.


ανάγερτος


Πόσο ηλίθιοι!
























Σε αναγκάζουν να καταστρέψεις το φίλμ
να σβήσουν τα όνειρα με το φιλί του ήλιου, μα
όταν κάτι θέλεις να καταστραφεί, απλά
δεν το αφήνεις να ερωτευτεί
Πόσο ηλίθιοι θε μου!

ανάγερτος


Αγαπώ

Painting by Mary Qian































Αγαπώ
Ένα φεγγάρι πορφυρό στα μάτια και στον ουρανό
την ώρα που τα χέρια σου αγγίζουν το κορμί μου
Όρκους φωτιάς πάνω στο σώμα σου να σβήνω
Αυτό το δάκρυ που κοιτά σαν προσευχή γονατιστό
Το χάδι σου στα γκριζωπά μαλλιά μου
την ώρα που το δάκρυ μου κυλάει στη ματιά μου
Το χρόνο που μου χάρισες ξανά παιδί να αισθανθώ
Τη μυρωδιά από το σώμα σου και τα μαλλιά
Όλο τον κόσμο αγαπώ που σε αισθάνομαι κοντά μου
Κι αν δεις χώρο να δίνω στον εχθρό δεν είναι υποχώρηση
Παγίδα είναι τακτικής στην άτροπο τη μοίρα
να δείξω πόσο σ’ αγαπώ.

ανάγερτος

(Για να θυμίζει στις καρδιές, ζωή χωρίς αγάπη

ποτάμι δίχως θάλασσα χωρίς φιλί το χάδι.)


Παλιά φωτογραφία






















Για χρόνια πριν κυνηγούσε ηλιαχτίδες σε κήπους άφατους.
Τώρα το βλέμμα του σταμάτησε παγωμένο κι ο ψίθυρος
απ' την παλιά φωτογραφία που πήρε απότομα ζωή,
ομίχλη βαριά όπως και τότε.
Έγειρε την πόρτα σιγά μη και ακούσει κανείς,
μη και γλιστρίσει και χαθεί το χάδι απ' τα χείλη της.
Ετούτη η στιγμή ήταν δική του, κατάδική του.
-Έλα αγόρι μου, πού είσαι; Μόνο αυτό και έπειτα σιγή.
Φθινοπωρινό απομεσήμερο. Επέστρεφε σπίτι. Απόσταση ορατή μα τόσο μακρινή για τον μικρό τον μαθητή με τα μικρά τα βήματα. Ένα πουλί μαυροπούλι πετά χαμηλά.
Η κάψα του ήλιου έσβησε ξαφνικά και το ασπράδι τ' ουρανού σκοτείνιασε,
έτσι όπως σκοτεινιάζει η γη όταν τ' αδέλφια μας πέφτουν νεκρά.
Σε λίγο όλος ο πόνος ένα ποτάμι μακρύ πάνω στα βήματά του έγινε.
Γυμνό τοπίο με δένδρα ένα εδώ και τ' άλλο εκεί.
Σ' ένα απ' αυτά επιάστηκε στο χαμηλότερο κλαδί.
Και κει στης ερημιάς το δράμα, εκεί που όλα χάνονται, πάλι η ίδια η φωνή. " Αγόρι μου, που είσαι; "
Ο κεραυνός που έσπασε την ησυχία κι έκανε να τρέμει η καρδιά του δεν ήταν από κει. Ο κτύπος στο πάτωμα απ' τα τακούνια της φίλης του ήταν που τον έκανε να ξυπνήσει.
Οι ηλιαχτίδες τού χάιδεψαν το μάγουλο απαλά. Σηκώθηκε.
Τα δάχτυλά του σχημάτισαν τον αριθμό της ζωής στο καντράν του τηλεφώνου και περίμενε...ώσπου
" Έλα μάνα μου, πώς είσαι; "
Τα βήματά της γινήκανε μικρά πολύ μικρά κι αυτός ο ουρανός που άλλοτε έπαιζε μαζί της και μαζί του τώρα σκοτεινιάζει όλο και πιο συχνά.


ανάγερτος


Εκτός απ' τα χρόνια





















Ωσάν θύελλα στη βορινή εξωτερική σκάλα ανάγκης
η ξέχυλη φωνή της περιστρέφει το λογικό εγχειρίδιο
Η Βιόλα σε κάποιο ακοίμητο δωμάτιο με Σούμπερτ
αναπολεί το παρελθόν
Ψηλά ο ουρανός ταξινομεί τις ικεσίες των αθέατων
στο δικό του δωμάτιο
και στον απέναντι δρόμο το φεγγάρι
κρατά συντροφιά στον ανάπηρο φίλο του
Παγωμένος Δεκέμβρης
Όλα γυρίζουν και φεύγουν ξανά
εκτός απ' τα χρόνια
Αυτά γυρίζουν μόνο σαν μνήμες
Πότε ως χαχανητά σε χειμωνιάτικα βραδινά και πότε
ως πένθιμος ήχος Βιόλας σε μοναχικά δωμάτια.

ανάγερτος


Η μάσκα του φθόνου





















Τις πληγές σου στον κόσμο
μη δείχνεις
Μήτε τα όνειρα
που δεν έχεις ακόμα φιλήσει
Κράτα μακριά τη μάσκα του πόνου
Τη μάσκα του φθόνου
έτσι κι αλλιώς
δε μπορείς ν' αποφύγεις.


ανάγερτος  ( " Ο Κήπος του Ανάγερτου" )

ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937


Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του
φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα
μαλλιά σου
χρυσά’ τ’ άστρα του Κύκνου κι’ εκείνο τ’ άστρο ό
Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της
βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου˙ στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος
κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε
ρωτούν
μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερημοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι’ οι
δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη
σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ· ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα
χαλίκια
σαν την ανάμνηση, της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των
νερών
κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλει-
στά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες
πού μου ξεφεύγουν
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι’ αυτός ό άνθρωπος
πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού
σ’ αγγίζει
στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπο σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτε-
ρά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ό δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν
εκείνους
πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
πού στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου,
ό δρόμος δεν έχει αλλαγή˙ κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

Γ. Σεφέρης