για σένα...




                                                            
γράφω...
Πηλός, αμαρτία και κρασί

Πηλός, αμαρτία και κρασί σμίξανε
και φτιάξαν το κορμί σου.
Όλες του κόσμου οι αρετές, οι ατίθασες
και μαλακές σμιλέψαν την ψυχή σου.
Οι μουσικές της θάλασσας, τραχιές,
γλυκές, μελωδικές κεντήσαν τη φωνή σου…
Κι εσύ, ελεύθερη και δυνατή,
παιδί της δίψας για ζωή έπιασες το τιμόνι…
να ταξιδεύεις διαρκώς, τον κόσμο να μαθαίνεις.
Μα σε ταξίδι μακρινό, του νου και τ’ ουρανού
σταμάτησες για να κατέβεις…και είπες, μετά από καιρό…
το άλλο μου μισό αντίκρυσα που ήταν εκεί
από καιρό, για να με περιμένει…






Πελαγίσιο κορμί

Πελαγίσιο κορμί με αλμύρα, δροσιά και φεγγάρι
στο δρόμο για συντροφιά.
Χελιδόνι ψυχή, ταξιδεύει μακριά
τη φωλιά της αγάπης να βρει…
Στοργικά, με αγάπη περίσσεια και ψυχή που μεθά
τριγυρνά στα όνειρά μου.
Στις φτερούγες του πάνω, ουρανό ν’ ακουμπώ
και να σιγοτραγουδώ…
η αγάπη αυτή με κάνει φως μου να γελώ!

Σκοτείνιασαν τα όνειρα

Σκοτείνιασαν τα όνειρα
έρχεται καταιγίδα
Μπες στο πιθάρι μη βραχείς
Για δες! Οι ουρανοί ανοίξαν…
Στάλες βροχής ή δάκρυ
ή μήπως καρδιοχτύπι
είναι αυτό που πέφτει;
Αν είναι στάλες φώναξε και βγες
Βγάλε το σώμα σου στη μπόρα
Ζητά η ψυχή να ξεπλυθεί
Αν…χτύποι καρδιάς ή δάκρυ
Σώπα!!!

Στην άκρη τ’ ουρανού
 
Στην άκρη τ’ ουρανού σε γνώρισα
και ήσουνα φως,
ένα μικρό φωτάκι πίσω απ’ το σύννεφο.
Εκεί βρεθήκαμε,
όταν τα σύννεφα έγιναν ένα...
Έλαμπες...και οι ανταύγειες σου,
ουράνιο τόξο
μετά την καταιγίδα.
Με ρώτησες; Μπορεί ο έρωτας
να γεννηθεί στα σύννεφα;
Μπορεί ν’ αντέξει και να μη χαθεί
από τους κεραυνούς, την καταιγίδα;
Ναι σου απάντησα, μπορεί.
Γιατί, της καταιγίδας τα παιδιά
εκεί ερωτεύονται και εκεί πεθαίνουν.

δεν ξεχνιέσαι…

Στα σύννεφα κοιμάμαι με σκέπασμα τον ουρανό,
δεν ξεχνιέσαι…
Πουλιά αστέρια να με κρατούνε αγκαλιά,
να με σκεπάζουνε, να τραγουδούν
και στο αυτί γλυκά να ψιθυρίζουν,
δε σε ξέχασε…
Είναι εδώ για σένα, όπως εσύ για κείνη.
Μακριά αλλά κοντά…κοντά για πάντα.
Στήριγμα, συντροφιά, θαλπωρή
στην ψυχή και στην καρδιά σας.

Σε ονειρεύτηκα...

Σε ονειρεύτηκα...
Πάντα σε ονειρεύομαι, στον ύπνο
και στον ξύπνιο μου.
Μα αυτό, ήτανε κάτι άλλο.
Ήσουνα λέει, πάνω σε άσπρο
σύννεφο γυμνή, σαν ηλιαχτίδα,
σαν αστραπή...
και ήθελες τον ήλιο να χαρείς
τ' αστέρια ν' ανταμώσεις
και γέλαγες...
Ναι γέλαγες, μ' ένα γέλιο ποτάμι
ουράνιο ποτάμι.
Και κει με μάτια διαμάντια και φωνή μελωδία,
των πουλιών μουσική
άρχισες να μου μιλάς...
Να μου μιλάς για τη ζωή, για ότι πέθανε
και έχει πια χαθεί...
και δάκρυσες και δάκρυσα.
Με κοίταζες στα μάτια.
Δεν είμαι όνειρο μου λες, είμαι εγώ
και είμαι εδώ κοντά σου.
Έγινα όμως σύννεφο και χάθηκα να δω,
να δω τον κόσμο μακριά σου.
Να μπω δειλά μεσ' στην καρδιά σου
και να δω πόσα μου κρύβει η ματιά σου.
Το είδα...και κατάλαβα
πως όσο ζω, εγώ θάμαι κοντά σου...

Στη λάμψη των ματιών σου

Στη λάμψη των ματιών σου
αποκοιμήθηκα,
και είδα το φως
να πλημμυρίζει την ψυχή μου.
Τι είναι αυτό αναρωτήθηκα
που την καρδιά μου κάνει
να χτυπά;
Και ξαφνικά σ’ αγγίζω
και νοιώθω την καρδιά σου να χτυπά.
Τώρα κατάλαβα πόσο κοντά
είναι αυτό που ψάχνω.
Είναι η δική σου η καρδιά…

Ταξιδεύεις...

Ταξιδεύεις... σ’ ένα ταξίδι της ζωής και της φυγής και σκέφτεσαι...
ποιός είμαι, ποιά είμαι, τι θέλω, τι κάνω, τι πρέπει, τι κερδίζω, τι χάνω.
Περνά από δίπλα η ζωή μας με ταχύτητες τρελλές.
Το τιμόνι σου κρατάς να μην τρακάρεις, κουβαλάς ζωές μην το ξεχνάς...
όσο υπάρχει αγάπη δεν υπάρχει στεριά, μόνο θάλασσα...
γαληνεμένη να ξεκουράζεσαι, σε τρικυμία για να ζεις.

Θεέ μου

Θεέ μου τόση αγάπη
πως να τη χωρέσω
που μούδωσες μικρό φλασκί;
Μιά ζωή θα τυραννιέμαι
σε σπιρτόκουτα να τη μαζεύω
για να μη χαθεί.

Να ανταμώσουμε τον ήλιο

Το σπίτι μου μια φυλακή
κι ο κόσμος το προαύλιο.
Στο σύννεφο είν’ η ζωή,
ένα κουπί εσύ, το άλλο εγώ
να ανταμώσουμε τον ήλιο.

Μιλώ με το Θεό μου
 
Γιατί Θεέ μου διάλεξες εμένα;
Την καρδιά μου(κι αν σπάσει;)
Την ψυχή μου(κι αν σκορπίσει;)
Τη ζωή μου(κι αν σβήσει;)
Τ’ ανθρώπινα τα όρια δοκιμάζεις;
Εσύ με έπλασες.
Αν χαθώ, θα χαθείς και συ
μαζί μου Θέ μου…

Σαν γεννηθείς

Σαν γεννηθείς,
ένα αστέρι γεννιέται για σένα.
Σαν θα χαθείς,
ένα αστέρι πεθαίνει για σένα.
Δεν θα το δεις...
σαν αστερώσει ο ουρανός
και κοιτάξεις ψηλά
δεν θα το δεις,
όλα ίδια μοιάζουν.
Μόνο αν είσαι τυχερός
και αισθανθείς
τη λάμψη μέσα σου,
μόνο τότε θα δεις
το δικό σου αστέρι.
Να λάμπει στην καρδιά σου,
να οδηγεί το δρόμο σου...
Μια φορά γεννιούνται τ’ αστέρια
για σένα, για μένα
μη χαθείς...

Όταν βλέπω το πρόσωπό σου
 
Όταν βλέπω το πρόσωπό σου,
δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελα ν’ αλλάξει.
Όταν χαμογελάς, το μέσα μου γελάει.
Όταν ανασαίνω, τους χτύπους της καρδιάς σου ακούω.
Μείνε ακριβώς όπως είσαι…Σ’ αγαπώ!!!

Μουσκεμένα ίχνη ζωής

Βροχή τα μάτια μου,
νότισαν το δρόμο
των ανήμπορων "θέλω" μου.
Μουσκεμένα ίχνη ζωής
ακουμπώ...γέλια, λύπες,
χαρές μαργαριτάρια.
Σκιά στη σιωπή του χρόνου
χαμένος,
τη λάμψη μου αντικρίζω
μέσ' απ' τα μάτια σου,
τα χείλη σου, το γλυκό χαμόγελό σου,
σε μια ζωή που δεν την έζησα
και που ήταν όλη μου η ζωή...

αγιασμένα κορμιά

Παλεύω...
Στην ερημιά των δίσεκτων χρόνων παλεύω,
με μόνη συντροφιά το άρωμα
του κέδρου του υγρού, που σε μεθά.
Με βλέμμα στραμμένο στου κάμπου τ’ αλώνια,
εκεί που χορεύουν η πίκρα με την ερημιά,
εκεί περιμένω... εκεί ακουμπώ στη ρίζα του.
Πόσο αργά κυλά ο χρόνος;
ποτάμι που στέρεψε και δεν μιλά,
όταν δεν ξέρεις πότε θα φανεί η ηλιαχτίδα.
Σαν βέλος να τρυπήσει σύννεφα και φυλλωσιά,
να ζεστάνει τον κορμό, να ζεστάνει την καρδιά,
να κάνει το δένδρο φλογερό σαν τη δική σου,
σαν τη δική μου την καρδιά.
Να το αγγίζεις και μέσα από τα χείλη του
που καίνε, να ξεχυθεί η φλόγα του,
που έμελλε να κάψει
τα αγιασμένα τα κορμιά.

Ναυαγός

Πορεία ξέφρενη σε ράγες ζωής,
χαράζω.
Δεν ξέρω που πάω, τι κάνω, τι θέλω,
δεν μπορώ να δω.
Η ταχύτητα πιέζει το μυαλό
και χάνεται,
χάνεται στο πριν, χάνεται στο μετά,
μες΄ στης ψυχής τα βάθη χάνομαι...
Με χρώματα όνειρα μπερδεύω το αίμα,
να ζωγραφίσω ένα νησί, απρόσιτο νησί,
παράδεισο νησί...εκεί να μείνεις,
μέσα στου έρωτα τις ευωδιές,
για πάντα.
Ναυαγός χωρίς σχεδία
ν’ ακούω το γέλιο σου
σαν ξεμακραίνω...
και τη μορφή σου,
μεσ’ στον καθρέφτη τ’ ουρανού
θα βλέπω, μέχρι να χαθώ
ψυχή μου

μέσα απ’ τη σιωπή μου…

Δε λαβώθηκε, δε λαβώνεται ποτέ αυτό!
Μόνο φεύγει και χάνεται...για λίγο, για πολύ.
Άπληστο και αδηφάγο μέσα μας!
Πόσο αίμα; Πόσο πόνο, πόσο δάκρυ χρειάζεσαι ακόμα;
Βρήκες πληγές ανοικτές και δε λες να ξεκολλήσεις.
Σε θρέφει το αίμα. Γι’ αυτό δεν αφήνεις να κλείσει η πληγή.
Μήπως όμως και γω σ’ αφήνω να το κάνεις;
Μήπως και γω το θέλω; Μήπως φοβάμαι; Μήπως;
Mήπως όλο αυτό είναι μια συνωμοσία μεταξύ μας;
Να μην κλείσει η πληγή για να μη χαθεί η ψυχή;
Ίσως...ποιός ξέρει.
Ψυχή είναι αυτή κι η αγάπη κοφτερό μαχαίρι.
Να χαράζει, να νοιώθεις την κάψα από το αίμα
που κυλά και να μην πονάς...
Να σ’ αρέσει, σαν κάτι τρελό να συμβαίνει.
Σαν κάτι που μπήκε μέσα σου και νέκρωσε τον πόνο.
Δεν ξέρω πως να το πω...
έρωτα, αγάπη, πάθος, έκσταση;
Όπως και να το πω ένα μόνο ξέρω,
σε λατρεύω, πέρα από όρια σε λατρεύω
μέσα απ’ το φιλί μου, μέσα απ’ τη σιωπή μου…

Την ώρα που κοιμόσουν...

Την ώρα που κοιμόσουν
σήκωσα τις άγκυρες
τα σύννεφα
να ανταμώσουν...

Περασμένα μεσάνυχτα

Περασμένα μεσάνυχτα
κι η ψυχή να γλιστρά
σε μονοπάτια σκοτεινά...
να πέφτει, να γδέρνεται, να ματώνει,
να μη χάνεται.
Το ξημέρωμα τη βρίσκει
τις πληγές της να γλύφει
περιμένοντας τη φωνή της ν' ακούσει...
το φάρμακό της, το γιατρικό της.

Λυωμένο γυαλί

Λυωμένο γυαλί η σκέψη σου,
στις φλέβες μου κυλά...
καίει κορμί, καίει καρδιά,
καίει το μαύρο σύννεφο.
Βρέχει σιωπή, βρέχει ερημιά,
δε στεγνώνουν τα όνειρα πια,
δε στεγνώνουν τα κορμιά...
το κορμί μου..
το κορμί σου..
που η ψυχή μου
πουκάμισο σε διάλεξε,
για να το φορά.

μέσα στα μάτια σου...

Όταν η μέρα κλείνει τα μάτια της,
η νύχτα σ’ αγκαλιάζει
τόσο δυνατά, που σε πνίγει
σαν είσαι μόνος...
και τα πουλιά μεσ’ τη φωλιά τους
σαν πέφτει η νύχτα,
από αγάπη πεθαίνουν κι αυτά,
μέσα στα μάτια σου…

Ταξίδι στ' όνειρο

Ταξίδι στ' όνειρο κι εγώ κατάδικος,
στης φυλακής σου την καρδιά...
κατάδικός σου!
ν' ακούω μουσική αυτή που ακούγαμε μαζί,
με χείλια ενωμένα να πίνουμε ζωή,
το δέρμα σου να ακουμπώ και να κοιτώ,
τις μεθυσμένες μας ψυχές
τρελό χορό να στήνουν...

6.    Μικροί θεοί


Κρατώ την αλήθεια
πετάω το ψέμα.
Κρατώ την αλήθεια
στις θεϊκές στιγμές μας.
Στη φωνή μας, στο κορμί μας,
στην ψυχή μας...
εκεί που είναι η μεγάλη
η δύναμή μας.
Εκεί που τ’ άστρα χαμηλώνουν,
οι καρδιές ανταμώνουν
και γίνονται ένα...
στο τώρα, στο αύριο, στο πάντα.
μικροί θεοί...
Μικροί θεοί στον Όλυμπο,
στα σύννεφα, στην κορυφή.
Κανείς να μη μας βλέπει,
κανείς να μη μας κρίνει,
γιατί είμαστε θεοί.
Κι αν ο κόσμος ρωτάει,
κανείς δεν θα μάθει,
ποτέ δεν θα μάθει,
πως είμαστε εμείς,
μικροί θεοί...
θάνατος κι ανάσταση,
στου Ολύμπου την κορφή.

με τη φλόγα... 

Με τη φλόγα της καρδιάς μου
μια ζωή θα τυραννιέμαι
τα όνειρά μου ν' ανάψω.
Αναθεματισμένε αέρα κόπασε.
Την αγαπάω...ακούς;

Σαν σήμερα…

Σαν σήμερα…
άναψε η φωτιά στο τζάκι
το όνειρο συνάντησε τη μέρα
γεννήθηκε μια αγάπη
Σήμερα…
Το τζάκι δεν άναψε ακόμα
οι πόρτες όλες σφαλιστές
και τα  παράθυρα ακόμα.
Όλα κλειστά…και τι ζητάω!
Ένα παράθυρο μικρό
να έχει θέα στο μπαλκόνι
τα λουλούδια να θαυμάζω
και τ’ άρωμά τους
να μπορεί να φθάσει
μέχρι το στενό δωμάτιο
που για μένα έχεις φτιάξει.

Ψάξε…

Ψάξε το άγνωστο
που οδηγεί στην άβυσσο…
έχει σκοτάδια, μα έχει και φως
πολύ φως, αλλιώτικο φως.
Ψάξε να το βρεις,
από σένα εξαρτάται…
θα με θυμηθείς!

άτυχος ή τυχερός;

Ματωμένες ζωές
σε σκοτεινούς ορίζοντες
το Αύριο χαράζει.
Έρημη πόλη πρωί Κυριακής
θυμίζει η ζωή.
Τρίζουν απ’ τις φουρτούνες
της καρδιάς οι αρμοί.
Κοντά σου για να μη χαθώ
μακριά σου για να μη χαθείς
μια ζωή στους δρόμους θάμαι.
Να νοιώσω άραγε, άτυχος ή τυχερός
που με ξεχώρισες  για να μ’ αφήσεις;


Μαγεία, θλίψη, βουβή ηρεμία…
Μαγεία, θλίψη, βουβή ηρεμία σε μια λιτανεία ψυχών,
μες στον καθρέφτη της άγονης ζωής μας.
Εκεί που βράχια ξυράφια χαράζουν το κορμί
του μακρινού ορίζοντα
για ν' αναβλύσει το άγνωστο κι η νοσταλγία.
όνειρα…
Η μοναξιά βαριά,
σκεπάζει μουσικές και χρώματα...και τότε,
ήρθαν τα όνειρα, κομμάτια όνειρα,
ροκανίδια μιας άλλης ζωής, να μου θυμήσουν πως,
δεν μπορώ πια να σταματήσω να σ' αγαπώ...


 όστρακα λόγια
όστρακα λόγια στο βυθό σου
δε θα σπείρω,
μην πληγωθείς σαν κατεβείς
να τα αγγίξεις...
στου έρωτα την προσμονή
θα τα ζεσταίνω να ανοίξουν,
τις πέρλες πούχουν μέσα τους
με το φιλί να σου χαρίσω...
Χειμώνιασε...
Χειμώνιασε... κρύο πολύ κι η φλόγα έσβησε.
Χιονίζει...βλέπεις;
Βλέπεις πως σκέπασε
το παγωμένο αίμα;
Κάτασπρος ο δρόμος
που χάραξε για σένα.

Πόσο μ’ αρέσει μούλεγες,
το χιόνι!
Ποτέ του να μη λυώσει,
λέω.
Βάδιζε πάνω μου.
Bάδιζε πάνω μου
κι ας μη σε βλέπω...
Σε ξεχώρισα

Σε ξεχώρισα
μέσα σε πλήθος σιωπές
από τον έρωτα
που έσταζαν τα μάτια σου
από το άρωμα
που ανάβλυζε η σάρκα σου
από τη φλόγα
που έκαιγε στα χείλια σουΕσένα...
την ωραιοτέρα των Ερινύων.     
    
 τριαντάφυλλο κόκκινο
Ένα παιδί
πονεμένη μορφή
όπλο κρατά και
σημαδεύει...
τριαντάφυλλο κόκκινο.
Πως πονά η καρδιά
σαν η σφαίρα του
φεύγει!
Κρεμασμένα ενέχυρα
Κρεμασμένα ενέχυρα
σε τοίχους αγοράς
οι ζωές μας
πλανιούνται στο χρόνο.
Ποιος καθορίζει την τιμή
μιας ζωής;
Ποιος κόβει το νόμισμα της αξιοπρέπειας;
Επαρχιακή η εμποροπανήγυρης.
Οι επισκέπτες από άλλο τόπο
κι ο δρόμος χωμάτινος,
νοτισμένος από την υγρασία των δακρύων
των χαμένων ονείρων μας...
Στην αστραπή της καταιγίδας…
Στην αστραπή της καταιγίδας,
ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή
γεννήθηκες...
κι όλο βυθίζεσαι μεσ' στο μακρύ ταξίδι
παλεύοντας να μη χαθείς,
το φάρο σου αναζητείς!
Όμορφο είναι
Όμορφο είναι να βλέπεις τ' αστέρια,
του ήλιου το φως στη δύση, στην ανατολή,
στο φέγγος της μέρας…όμορφο είναι!
Μα το πιο όμορφο απ' όλα είναι,
ν' ακουμπά η αχτίδα την καρδιά
κι αυτή να δακρύζει σαν μάτι που πονά,
τότε που η μοναξιά γίνεται γιορτή
τότε που η μοναξιά παύει να είναι,
λησμονημένη μοναξιά...
μαζί να προχωρήσουμε
Στου καιρού την τρικυμία,
πάνω σε σκέψεις κι αντοχές,
πάνω σε τύψεις κι ενοχές,
χαράζω πορεία.
Βροχή των άστρων η ψυχή σου
φωτίζει το απύθμενο κενό
μαζί να προχωρήσεις,
μαζί να προχωρήσω,
μαζί να προχωρήσουμε
για πάντα...αγάπη μου!

 Στην παγωνιά μας
Στην παγωνιά μας,

απλόχερα ας μοιραστούμε την αγάπη.
Το χιόνι που μας σκέπασε να λιώσει,
ν' ανθίσουν τα όνειρά μας.

Αν νοιώσεις πως...

Αν νοιώσεις πως,
είναι δίπλα σου ακόμα κι αν λείπει.
Αν νοιώσεις πως,
δεν βγαίνει στιγμή απ’ το μυαλό σου
κι ας είναι αλλού.
Αν νοιώσεις πως,
δάκρυ κυλά έτσι απλά
στη θύμηση και μόνο…
τότε ξέρεις, τι είναι αγάπη
τότε ξέρεις, τι πάει να πει
παντοτινή αγάπη.

Θαρθεί μια μέρα...

Θαρθεί μια μέρα όπου
όλα τα ποτάμια, όλες οι θάλασσες,
όλα τα πουλιά της πλάσης,
θα κυλούν, θα κυματίζουν, θα κελαρίζουν,
μόνο για σένα.
Θαρθεί μια μέρα όπου
όλη η αγάπη που είναι κρυμμένη
στο βυθό σου, θα δει το φως
μόνο για μένα.
Θαρθεί μια μέρα όπου
όλα θάναι γιορτή
μόνο για μας.
Θαρθεί μια μέρα…


Αγοράζω…

Αγοράζω…
Άδεια μπουκάλια αγοράζω γυάλινα.
Μικρά, μεγάλα, παράξενα, χρωματιστά.
Χριστούγεννα, Πάσχα, Πρωτοχρονιά,
επετείους, γιορτές, καθημερινές,
όλο αγοράζω…άδεια μπουκάλια.
Δεν θέλω ούτε σταγόνα να χαθεί
απ’ την αγάπη αυτή.


Πριν σε γνωρίσω...

Πριν σε γνωρίσω ήξερα πως,
οι αγάπες είναι σαν τις ζωές
γεννιούνται και πεθαίνουν.
Τώρα ξέρω πως έκανα λάθος.
Δεν είναι όλες οι αγάπες σαν τις ζωές…


οι μεγάλες αγάπες...

Κι αν, όπου και να κοιτάξεις
αδιέξοδα συναντάς
μη ξεχνάς πως,
και οι μεγάλες αγάπες
σε αδιέξοδα γεννιούνται.

Μη φοβηθείς...

Μη φοβηθείς, μη ταραχτείς
κραυγή σαν ακούσεις…
η αγάπη και μεσ’ στη σιωπή
κραυγή είναι.

άτιτλο

Στ' ουρανού το δάκρυ ναυαγός,
κορμί γυμνό,
και μια λεπίδα σιωπής
θρηνεί πάνω στη σάρκα του
το θάνατο
της πιο γλυκειάς ουτοπίας.




ο μεγάλος γυρισμός...


Στα αφρισμένα κύματα του ουρανού,
έσπειρα τ' αστέρια σου να μη φοβάμαι
σαν χαράζω την πορεία του μεγάλου γυρισμού... 


όταν η ψυχή προστάζει...


Ο θάνατός σου η σιωπή σου… 
αγκάλιασε το όνειρο που σου προσφέρεται απλόχερα, 
κοίτα κατάματα τον ήλιο που λάμπει για σένα, 
μη φοβάσαι τη φλόγα που καίει για σένα, 
ακολούθησε αυτόν που ανοίγει δρόμους μόνο για σένα… 
όταν η ψυχή προστάζει η ζωή εκτελεί… να το θυμάσαι!


τη νοιώθεις...


Όταν η αγάπη περνά απ’ το μυαλό σου στην καρδιά 
γίνεται αίμα, γίνεται αγέρας και νερό,
γίνεται φως που διαλύει το σκοτάδι
τη νοιώθεις…όπου νάσαι, όπως και νάσαι
στο τώρα, στο μετά, στου χρόνου το ποτάμι
τη νοιώθεις…
είναι η φλέβα που χτυπά μεσ’ στης καρδιάς σου τη φωτιά…
για πάντα. 


2.2...εμείς οι δύο


Σκυφτός ψιθύρισα, 2.2… εμείς οι δύο,
μεσ’ στη βουή των ανήλιαγων ελπίδων
όταν στο πέρασμα των μεγάλων στεναγμών 
ξεπρόβαλες…
έναστρε ουρανέ των αόρατων δακρύων,
του πόθου φλόγα, του ρόδου αίμα,
έλαμπες…
απρόσιτη και τρυφερή,
παιδί του έρωτα, της καταιγίδας αστραπή
και ήταν αυτό καλό σημάδι…



μη μιλάς!




ακούμπησέ με πάθος μου είπε η ψυχή
μη φωνάζεις, μη μιλάς θα μας ακούσει η σιωπή
είπες εσύ...
το θάνατο και τη ζωή του έρωτα
μόνο η μουσική τους πρέπει
μη μιλάς!


το όνειρο θα γίνει αληθινό


Ξέσπασε λέει μια καταιγίδα, μια μεγάλη καταιγίδα.
Ο ουρανός αγκάλιασε το χώμα σ’ ένα ερωτικό παιχνίδι
παραζάλης και ζωής και ξύπνησες…
όλα πια δεν ήταν όπως πρώτα! γέλαγες…
έκλαιγες και γέλαγες από χαρά,
τη ζωή σου κέρδισες.
Όνειρο ήτανε μου λες; ναι, μα ξύπνα τώρα!
Το όνειρο θα γίνει αληθινό, θα δεις…
όταν ο έρωτας για τη ζωή σου γεννηθεί μέσ’ στην ψυχή σου,
όλα θ’ αλλάξουν, θα δεις…
αυτός ο έρωτας είναι λευτεριά, θα σου δώσει πίσω τη ζωή, θα δεις…
δεν υπάρχουν άγιοι στον έρωτα αυτόν για να σε σύρουν…
στο μυαλό μας, στην καρδιά μας είναι κρυμμένος ο έρωτάς μας.
Ερωτεύσου!
Το πέταγμα ψηλά θέλει τον έρωτα, θέλει καρδιά να πεθαίνει γι’ αυτόν.
Δες τα πουλιά! Το ίδιο δεν κάνουν κι αυτά;


μέσα σου ζω...


γελάς και τραντάζονται τα βάθη μου
μιλάς κι ο ήλιος καθρεφτίζεται στα μάτια μου
μ’ ακουμπάς και το κορμί μου χάνεται καυτό
μέσα στη σάρκα σου
στα πόδια σου ακουμπώ και τα φιλώ
μη με κλωτσάς…


Ατίθασε ουρανέ μου


Στον μαύρο βράχο πέρασα
στου πουθενά την τρέλα…
Αιώνων ανταύγειες πνεύμα 
φωτίζει το νεκρωμένο μου μυαλό.
Ατίθασε ουρανέ μου
ποιο κύμα βαθυγάλαζο
θα στείλεις να με φέρει…
ξανά στη χώρα του φιλιού!


Στο πέταγμα του γλάρου


Στο πέταγμα του γλάρου χάθηκε η ψυχή μου
Πίσω από τη μάσκα της σιωπής
Ποιος θα με γνωρίσει;
Ποιος θα με γλυτώσει;


Πλημμύρισε απόψε η σκέψη


Πλημμύρισε απόψε η σκέψη.
Έβρεξε όνειρα χωρίς σταματημό.
Η παραλία μούσκεψε τα παγωμένα πόδια
και οι φανοί γυμνοί…προφήτες υγροί,
βολεμένοι αστοί σε ευθεία γραμμή
βάζοντας όρια στο τώρα, στο μετά
στο φως που αχνίζει.
Ξέμπαρκη ώρα μη ξεμακραίνεις…
το φέγγος της μέρας, εμάς περιμένει.


ο κόσμος όλος...


ματώνει το φεγγάρι κάθε που βραδιάζει…
ζωσμένες με εκρηκτικά οι μνήμες
σκορπίζουν
στον σπαραγμό της ηδονής,
στο χάδι και στην αγκαλιά σου
στον ξέσκεπο λαιμό σου
ο κόσμος όλος…



Πότισε νύχτα




Πότισε νύχτα τα κορμιά ο έρωτας.
Το σμίξιμο έλιωσε τα λόγια…
τα λόγια που ξεψύχησαν
στην άκρη των χειλιών.
Μορφές ψυχών ασάλευτες, έγιναν ένα
απ’ του φιλιού το θάνατο.
Αιώνια ζωή, πόσο γλυκά ξεπρόβαλες
στ’ αγγελικά της μάτια!
ένα αδειανό ποτήρι
Σκέψεις φιδίσιες,
φτιασιδωμένες και γυμνές,
με τη σειρά που ορίζει η μοίρα
κρέμονται.
Αργά, πολύ αργά...
μεσ’ στων αισθήσεων το κρασί
γλιστρούν
για να πνιγούν μέσα στα χείλη μου.
Πόση ομορφιά, πόση λαχτάρα,
πόση ζωή και πόσο θάνατο
μπορεί να κρύβει
ένa αδειανό ποτήρι!


Θάλασσά μου


Κοιτάω σιωπηλά να μη μ’ ακούω,
κοιτώ τους φάρους που ανοιγοκλείνουν τα φτερά.
Ψυχανεμίζεται η ζωή σε παρελθόντες χρόνους
με θάλασσα για συντροφιά.
Βαριά η ανάσα μου στην ηρεμία,
χτύπαγε έντονα η καρδιά στην τρικυμία.
Θάλασσα μάγισσα, ερωμένη κι αδελφή, φίλη πιστή…
με σένα έζησα, με σένα έπαιξα, με σένα γέλασα.
Κι αν είναι πάλι να χαθώ…μαζί σου θέλω.


Ο μεγάλος θερισμός


Την ώρα του μεγάλου θερισμού
ξεψύχησες…
Τα χέρια μου βούτηξα στο φως
να σε ραντίσω.
Από τα άπατα το φως,
ανέσπερο φως
που τρεμοσβήνει.
Ρωγμές τα χρόνια,
μουσκεμένα χρόνια
πότισαν ψυχές και όνειρα.
Γλυκό κελαδητό η φωνή σου
κοντά σου με καλεί.
Είναι τώρα η μεγάλη η στιγμή.
Δεν θέλω να πεθάνουμε μαζί.
Θέλω να σ’ αναστήσω.


Το άγγιγμά σου...


Το άγγιγμά σου... 
Κόκκινο κρασί.
Ιερουργία μυστική.
Μια γλυκειά ψαλμωδία.
Κοινωνία φιλί
σε λειτουργία σιωπή.



Θέλω να χτίσω ένα σκαρί…


Θέλω να χτίσω ένα σκαρί…ένα μεγάλο ξύλινο σκαρί.
Με λαξευμένους εβένινους κορμούς
και με ατσάλι για αρμούς.
Να το χωρέσω φως, να το χωρέσω θάλασσα,
να το χωρέσω αγάπη…αγνές ψυχές και έρωτα…
και ότι δεν έχει ακόμα μολυνθεί, θέλω να το χωρέσω.
Αντάρτης του καιρού και της ζωής αντάρτης.
Να κρύβομαι στα σύννεφα, νάχω σπηλιές στα κύματα,
κι ένα κατάρτι αψηλό να βλέπω και να πολεμώ.
Στο ένα εγώ, στο άλλο εσύ…άφθαρτοι εξόριστοι.
Δεν χάνεται έτσι  η ζωή σαν έχεις λεύτερη ψυχή.
Δεν χάνεται έτσι το νερό απ’ όσο ψηλά κι αν πέσει.
Κι αν τύχει, εξόριστο κι αυτό, 
σε θάλασσες και σύννεφα να ζήσει,
γρήγορα επιστρέφει…
με δύναμη και με ορμή, όλα τα διαφεντεύει.





Το κορμί και η ψυχή


Είπαν πολλοί…
ζει η ψυχή κι όταν πεθάνει το κορμί.
Κανείς όμως δεν είπε…
τι κάνει το κορμί όταν πεθάνει η ψυχή.
Τώρα θα πεις…
μπορεί να πεθάνει η ψυχή κι αυτός να ζει;
Ναι μπορεί…
μα την εξήγηση δε θα στην πει κανείς.
Μόνο αυτός και η ψυχή που χάθηκε το ξέρουν.



μαζί να ταξιδέψουμε...


Μόνη να ψάχνεις ουρανό
σ' αντίκρυσα.
Κρεμόσουν απ' τα σύννεφα
κι είχες φτερά τα όνειρα.
Ψιθυριστά σου μίλησα...
έμεινε μόνο η μουσική στο κάλεσμα,
σαν το τραγούδι που χάνει τα λόγια του
στη θεϊκή φωνή.
Ο ήλιος άνοιξε την πόρτα,
είχαμε φτάσει στην ακτή.
Μη ψάχνεις για καράβι!
Αγέρας εγώ και συ καράβι,
πανί η καρδιά σου το σώμα σου σκαρί
και το φιλί κατάρτι
μαζί να ταξιδέψουμε στης ηδονής τα βάθη.



Τα λόγια σφαίρα


Σώμα και αίμα
Τα λόγια σφαίρα
Σκόρπισαν τα όνειρα
Μάτωσαν τ’ αστέρια



Τα μάτια σου…


Τα μάτια σου
Αστείρευτη πηγή
Βυθός και θάνατος
Ζωής παλμοί.
Στο πράσινο του ουρανού σου
χορεύουν πρόσωπα και ξωτικά
κι όλο κοιτούν, ώρες αμέτρητες…
χαμένα πλανιούνται στης σκέψης το κύμα.
Άγρια θάλασσα ξέπλυνε το δάκρυ.
Κλέψε απ’ τον ήλιο ζεστασιά
Κλέψε απ’ τον ήλιο χρώμα
Κάνε τα μάτια της μελιά.
Ν’ αλλάξει χρώμα η ζωή
Ν’ αλλάξει χρώμα η καρδιά.


Αργεί ο αγέρας



Γυμνοί κορμοί
εκλιπαρούν τον ουρανό.
Με σώματα και χέρια στεγνά
και με κομμένα πόδια.
Είναι τ’ απόβραδα που ορίζουν τις ζωές,
η αγκαλιά του φεγγαριού,
ο θάνατος της μέρας.
Είναι τα σύννεφα που ξεκινούν
με δάκρυ ν’ αναστήσουν.
Πριν νάναι, αργά,
φέρε με το παγούρι το νερό.
Αργεί ο αγέρας…

Μια χαραυγή γεννήθηκε...

Τόξο κορμί
Τα βέλη σου έσκισαν το σκοτάδι
Στο άγγιγμα και στη φωνή
στ’ ανάλαφρο το πέταγμα
φάνηκε φως.
Μια χαραυγή γεννήθηκε…

Ταξιδευτής του ονείρου

Ταξιδευτής του ονείρου και της μπόρας.
Αντάμωμα της γης με τη βροχή,
χάδι φιλιού στο στόμα.
Καρφώθηκε το βλέμμα στο κενό
μεσ' στου μυαλού τη σύγκρουση.
Μια ζωή πίσω απ' τις γρίλιες.
Αντανακλάσεις το φως περασμένων ζωών,
ξεχασμένων στιγμών, εκρήξεων δυνατών.
Έχει περίεργη γεύση αυτό το φως απόψε.
Ένα αδιέξοδο τίποτα στο στόμα,
αλμύρα στη γλύκα της κόλασης.
Κινούμενα σχέδια η ζωή, δίνει πνοή στο άγνωστο
να μας χαρίσει γέλιο, να μας χαρίσει δάκρυ,
να μας χαρίσει ομορφιά, να μας χαρίσει πάθη.

Ο τοίχος

Τοίχος που χάνεται στα μάτια ενός τρελλού.
Αγάπες, τύψεις, ενοχές, κουβέντες ανοιχτές πληγές,
κρεμασμένα φαντάσματα στα κάγκελα που άπλωναν.
Αλαφιασμένη η μάννα κλείνει τ’ αυτιά, κλείνει τα μάτια
των παιδιών, να μην ακούσουν, να μη δουν.
Το μέσα νεκρό…καμένα ξύλα, μπετόβεργες που εξέχουν
για να θυμίζουν τη ζωή. Τη μάννα που ζύμωνε,
τη γιαγιά που έπλεκε δίπλα στη σόμπα,
τον πατέρα να ιστορεί και τα παδιά να παίζουν πόλεμο
με ανοιχτή την πόρτα. Όλα πια έχουν χαθεί.
Υπάρχει μόνο ένα παιδί τον τοίχο ν’ αγκαλιάζει.
Σάρκα καυτή που αιμορραγεί απ’ τα σημάδια που άφησαν οι σφαίρες.
Ότι απέμεινε αυτός ο τοίχος… για να θυμίζει, να δακρύζει, να θρηνεί.
Τα μάτια του καθρέφτες στοιχειωμένοι.
Μαζεύουν δύναμη και αντοχή να ξαναχτίσει απ’ την αρχή.

Βροχής σταγόνα

Μεσ’ στα χαλάσματα γεννήθηκες
μέσα στη μήτρα τ’ ουρανού.
Στο γκρίζο και στην έκρηξη
είδες το φως.
Στο πανηγύρι των τρελλών χόρευες
πάνω σε σώματα καυτά,
πάνω σε σώματα υγρά
κι έγινες χάδι απαλό στα φύλλα.
Γεύτηκες όλους τους καρπούς,
γλυκούς, στιφούς, πικρούς,
κλαδιά γυμνά, σπασμένα σώματα,
κορμούς ασάλευτους και χρώματα.
Κοιμήθηκες πάνω στις φλούδες της ζωής
και γέμισες ότι δεν είχες φανταστεί
προτού χαθείς βαθιά μέσα στη ρίζα..
Κι από τότε ταξιδεύεις μεσ’ στη ρωγμή του δρόμου,
στης θάλασσας τον πόνο.
Δε χάνεσαι…δε χάνεσαι ποτέ…
Κι αν τύχει να χαθείς είναι γιατί βαρέθηκες
να κουβαλάς πληγές…
Πνοή ψυχή, γέννα αγέννητη, φιλί και στόμα,
ζωή και θάνατος μαζί. Θα ζεις για πάντα.

Κωπηλάτης του καιρού

Κωπηλάτης του καιρού με κόντρα αέρα
Αντίθετα στο ρεύμα κολυμπώ
Κι αν τύχει και φανεί, πολύ φοβάμαι,
πως θάναι από την κούραση παραίσθηση.

Ακούγεται ακόμη ο ήχος...

Εκεί που αντιφεγγίζει η ζωή,
το βλέμμα.
Δεν υπάρχει φως μήτε σκοτάδι.
Ομίχλη σκεπάζει το γυμνό κορμί.
Σκιά του δειλινού και είδωλο απόμακρο.
Σκλαβωμένη συνείδηση σ’ ανήλιαγα υπόγεια.
Για κράτημα σπασμένο δοξάρι.
Απομεινάρι μιας άλλης εποχής, του λυράρη
που ώρες ατέλειωτες έπαιζε.
Πρωτόγονη η μουσική, ψυχής χορδές.
Ακούγεται ακόμη ο ήχος…

Ζωντανό τοπίο

Στων ζωντανών πνευμάτων
τις στοές, κινούνται οι ζωές.
Ψηφίδες αταίριαστες, που μάστορες άτεχνοι
δεν κόλλησαν καλά, μας κλείνουν το μάτι.
Ασάλευτος κόσμος την πτώση περιμένει.
Παιδί πρωτόγεννο, γέλιο και κλάμα,
χάσκει στο χρόνο.
Είναι η υγρασία, της ερημιάς η φροντίδα,
που κρατάει το τοπίο ζωντανό.

Σύντριμμα καρδιάς

Το όμορφο, το δυνατό κι από μακριά φερμένο,
δε θέλει μόνο το φιλί, δε θέλει μόνο το κορμί.
Θέλει νερό, θέλει δροσιά, στάχτη ψυχή για χώμα.
Φύτεμα σύντριμμα καρδιάς κι ανάσα ζώσα.

Όποιος δεν μπορεί..

Όποιος δεν μπορεί να ζήσει το όνειρο,
είναι καταδικασμένος να ονειρεύεται
μεσ' στην αιώνια μοναξιά του.


Θέλω να λέω, εγώ θα ζήσω...

Σε σύγχρονη αρένα, αρχαίο στημένο σκηνικό.
Πίσω βαθιά  η λατρεία,
αριστερά χαμένη στη γωνιά, η προδοσία.
Κι εδώ μπροστά μας στην καρδιά μας, η θυσία.
Εξαγνισμός η λύτρωση,  αυτό που κάποιοι είπανε
κυτταρική μας πάλη.
Γέννημα θρέμμα του κορμιού, του καημού
και της αγνής ψυχής ενός λαού…
πούχε για μάνα λευτεριά και για Θεό τον έρωτα.
Γι’ αυτό, θέλω να σηκωθώ ένα πρωί
και να λέω μπορώ.
Θέλω να βλέπω τα καράβια ν’ ανασαίνουν
και να λέω μπορώ.
Θέλω ν’ ακούω τη φωνή να γλυκαίνει
και να λέω Εδώ…
στο σπαραγμό του έρωτα
και των βεγγαλικών τον κρότο, εγώ θα ζήσω.

Θλιμμένη νεράιδα

Θλιμμένη νεράιδα της πνιχτής κραυγής
και των αγγέλων γητευτής.
Το θάνατο σαν το γλυκό κρασί μετάληψης
αποζητάς μεσ’ στο μεθύσι της σιωπής.
Κλείσε τα μάτια σου…άνοιξε την ψυχή σου.
Δες τον ουρανό που κλαίει για σένα.
Τα χέρια του άνοιξε να σου χαρίσει
το κορμί και την ψυχή του.
Κι αν θα βραχείς, μη φοβηθείς σαν λερωθείς.
Το χρώμα του είναι που λάμπει για σένα!

Το μέλλον χαράζει...

Στην πίκρα δάκρυ
Στο μαχαίρι πληγή
Στο δηλητήριο αίμα
Στην αγάπη φιλί
Στον αβάσταχτο πόνο
της ψυχής συντριβή.
Στον ήλιο που λάμπει
δυο χεράκια...
Το μέλλον χαράζει
Άκου τη μουσική...

Πρώτη Μαγιού

Μέθυσ’ η νύχτα γιασεμί
κι η ερημιά συνήθεια
στο πιο γλυκό ξημέρωμα.
Πρώτη Μαγιού…
η μυρωδιά κάνει το δάκρυ σου
καυτό πούν’ ο αγώνας χώρια.
Λιοστάσι τ’ ουρανού, σε σένα,
μια καλημέρα πέρασα να πω
και μια υπόσχεση να δώσω…
πως θάναι ο αγώνας μας κοινός.
Ο ήλιος τότε δάκρυσε…
κι όταν ο ήλιος δακρύζει,
κάθε “γραμμή” παραμερίζει.

Στη δίνη της ανάσας σου...

Ακυβέρνητος ο έρωτας
στη δίνη της ανάσας σου,
ψάχνει για λόγια
στα πελώρια κύματα.
Βυθίζεται ο λογισμός
στο χτυποκάρδι της καρίνας.
Δικός μου θα είσαι,
Δικιά μου θα μείνεις,
πυγολαμπίδες στο σκοτάδι.
Ότι απέμεινε να δείχνει
πως είμαι ακόμα ζωντανός.
Τούτη την ώρα που η αλμύρα
νεκρώνει τη σκέψη, οι λέξεις
χαροπαλεύουν στην αγωνία.
Τέλος δεν έχει το μαρτύριο
του χαμού.
Τόσο κόκκινο πώς να τ’ αντέξεις!

Πόση ομορφιά...

Πόση ομορφιά κρύβουν οι δρόμοι που ανοίγεις μόνος σου!
Μέχρι και ο ήλιος δάκρυσε όταν σε είδε. Μα πρόσεχε!
Το βουνό δε συγχωρεί ποτέ τη μέθη.
Πάγοι γυαλί, πάγοι λιωμένοι, παγίδες πολλές.
Δύσκολο  το ταξίδι της κατάβασης.
Έχεις τον ήλιο που φωτίζει το δρόμο σου.
Κάνε γρήγορα, προτού νυχτώσει.

 Ανείπωτα

αίμα το σώμα σου
πάνω στα φύλλα,
κάτω στο χώμα,
μεσ’ στην πληγή˙
βροχή το στόμα σου
σκορπίζει έρωτα
με το φιλί˙
βρέχει απόψε…και
βρέχει πολύ…

Απ' όλα τα βλέμματα...

Όλη τη νύχτα, μέσα σε βράχια έψαχνα
κι ένιωσα τη γη να τρέμει.
Απ' όλα τα βλέμματα, όλα τα ψέμματα,
το δικό σου ξύπνησε το έρεβος.

Ποιός άραγε;

Χόρτασα ζεστασιά
Χόρτασα σιωπή
Χόρτασα έρωτα
Χόρτασα μοναξιά
Χόρτασα απόγνωση
Άσυλο ανιάτων το κορμί
Αρχή, τέλος, αρχή του τέλους,
τέλος και αρχή;
Ποιός άραγε μπορεί να πει
πότε τελειώνει η παρτίδα;

Ανερμάτιστος δρόμος

Ανερμάτιστος δρόμος
κινεί αέναα το κορμί
να γίνει ο μύθος όνειρο
και τ' όνειρο γιορτή
βαθιά μεσ' στο βυθό σου.

Ο ήλιος θα χορεύει για μας...

Στη χαρακιά τ' απόβραδου
αίμα ξεπρόβαλε στα μάτια μου.
Κάθε που βραδιάζει
ατέλειωτα σημάδια μαρτυρούν
τον έρωτα
σε κάθε τι δικό σου.
Του φεγγαριού η λάμψη,
της θάλασσας το σκίρτημα,
η αγκαλιά της νύχτας.
Όλα δικά σου.
Δε χάνεται η ομορφιά,
δε χάνεται η ζωή,
δε χάνεται ο έρωτας
σαν πέφτει η νύχτα.
Ένας ύπνος φεγγαριού
ο πόνος.
Αύριο πάλι, ο ήλιος θα χορεύει
για μας.

Εσένα έχω...

Στα πρώτα βήματα που κάνει η μέρα
εσένα έχω
Όταν γέρνει το κορμί της
εσένα έχω
Όταν κρύβει την πληγή της
εσένα έχω
Εσύ με οδηγείς, εσύ με συντροφεύεις
Πόσο θέλω να σ’ αγγίξω απόψε
Περίμενέ με ουρανέ
Ένα μικρό κομμάτι θέλω
Μόνο γι’ απόψε
Μια βραδιά ειν’ αρκετή
Το σπίτι μου, στο στήθος σου να χτίσω.

Στο λυκαυγές...


Στο λυκαυγές της τρέλας
χωμάτινα δάκρυα
ανοίγουν δρόμους ατελέσφορους
στο χρόνο.
Σωπαίνει το τραγούδι
στο μισεμό του φεγγαριού
και η απόγνωση
κρεβάτι έστρωσε στο έλα σου.
Μια φέτα σώμα, 
μια φέτα χρώμα του Θεού
ο πόνος,
αγκαλιάζει το γυμνό κορμί.
Ασάλευτο, ριζωμένο βαθιά,
περιμένει την έκρηξη.
Είναι ο θάνατος
που φέρνει πίσω τη ζωή.
Είναι το χάσιμο
που κάνει υγρό το δάκρυ.


Η μοίρα

Κι ενώ τίποτε δεν πρόδιδε τη συμφορά
Ήρθε η μοίρα να βάλει τάξη
Όπως χρόνια τώρα βάζει τάξη
Η εξουσία στους κατατρεγμένους

Περίμενέ με ουρανέ

Περίμενέ με ουρανέ
Το τελευταίο αστέρι σου
μεσ’ στα μαλλιά της
ζωγραφίζω
Σου το’ χα πει…
χωρίς το φως της
δεν θα μπορείς να δεις τη γη
δεν θα μπορώ να ζήσω.

Μολυβιά το κορμί...

Βράδια χλωμά
σε ανέραστη πόλη
πατάνε το γκάζι
Μηχανή που ουρλιάζει
να ξορκίσει κακό
Μολυβιά
σε μπλοκάκι λευκό
το κορμί
φαντάζει νεκρό.
Κι ένα χέρι…
το δικό σου το χέρι
προσμένει
να του δώσει ζωή.
Πόση αγάπη
μπορεί να χωρέσει
μια καρδιά στο χαρτί;

Η τελευταία η ζαριά...

Κι ύστερα χάθηκαν τα λόγια…
μεσ’ στο λιοπύρι έλιωσαν.
Έπνιξε ο ατμός την καμινάδα
στο καμίνι της φάμπρικας.
Πλανόδιοι ρακοσυλλέκτες οι λέξεις,
παραδομένοι στη σκουριά του θάνατου,
γυρεύουν την απάντηση
σ’ έναν κόσμο που χάθηκε.
Πώς να ξεχάσεις το κύμα που σ’ αγκάλιαζε!
Τα αδηφάγα μάτια!
Δεν άκουγες τα ζάρια που σου λέγανε˙
έπαιξες κι έχασες.
Μα κάθε που βραδιάζει,
έρχεται το ασυνείδητο να σου θυμίσει λόγια.
Αυτή η ζωή δεν χάθηκε.
Η τελευταία η ζαριά δεν παίχτηκε ακόμα.

Ούτε που τόχα φανταστεί...

Μεσ' στου ονείρου τα στερνά,
στο στοιχειωμένο σπίτι,
ψυχή μου λάγιασες.
Στο χείλος του γκρεμού αντίκρυ,
μέσα στο μπλε της θάλασσας
χανόντουσαν οι μνήμες
χρόνια τώρα.
Ούτε που τόχα φανταστεί!
Ίσαμε χθες θαρρώ πως ήταν,
τότε που παίζαμε μικροί.
Τοίχοι υγροί, σάπια καδρόνια,
ανατριχίλα στο κορμί
σε ένα σπίτι θάνατο
που μύριζε ζωή.
Ούτε που τόχα φανταστεί
πως θα χανόμασταν ξανά μαζί
στο πέλαγος
γυμνοί χωρίς σημάδια.


Απρόσμενη αγάπη

Απρόσμενη αγάπη,
μεσ' στο φιλί
φυλάκισες
την ύπαρξη.
Πως να μερέψει η ζωή
μακριά απ' τα χείλη;

Αντανακλάσεις...

Αντανακλάσεις
φωτεινές σιωπές
αόρατες σκιές
υπνοβατούν
στο ζοφερό σκοτάδι
της ματαιότητας.
Που να βρεθεί διαφυγή
όταν ο έρωτας
είν’ ο καθρέφτης;


Βότσαλα μαύρα

Βότσαλα μαύρα,
λέξεις  πληγές παραδομένες
εκεί που χάσκει
ο θάνατος.
Είναι το χάος
των απόκληρων;
O σκοτεινός ορίζοντας;
Είν’ το γαλάζιο του βυθού ή
 η ηχώ της ερημιάς
μεσ’ στην πανσέληνο,
που δίνουν σήμα;


Αρνούμαι…

Στο αθέατο του πάθους
στην εσχατιά τ’ απόκρυφου
ανήμπορος σκυλεύω
της τρέλας τα απόκοσμα.
Αρνούμαι την άρνηση
της ειμαρμένης.
Αρνούμαι τη σωτηρία
που μου χάρισες ανέξοδα.
Αρνούμαι τους φθηνούς ικέτες.
Ξέρω πως για πάντα
υπάρχει για μένα κάποιος
μακριά απ’ το πλήθος.