Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Καλή Χρονιά!!!



























Αφήνω πίσω  όσα δεν μπόρεσα

όσα με πίκραναν, όσα φοβήθηκα

Να κυνηγήσω θέλω, αυτό που έχασα

Ίσως να είναι και ο λόγος που ζω.


ανάγερτος


Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Καλά Χριστούγεννα!
























Απ’ τον λυγμό της ερημιάς γεννήθηκε το φως

για να θυμίζει πως,

σ’ αυτή τη γη ήρθες για να ανθίζεις.


ανάγερτος


Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Προσπάθησε...
























Προσπάθησε να δώσεις όραμα σ’ αυτούς που σε πιστεύουν,
σ’ αυτούς που έχουν όνειρα υγρά.
Δεν υπάρχει πιο θλιβερό τοπίο από τα δέντρα που ξεράθηκαν!

ανάγερτος


Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Λευκή αγάπη






















Αγάπη
Χρώμα δε βλέπεις
Μήτε μυρίζεις κάρβουνο,
μανόλια ανθισμένη
Πάλλευκη μόνο γίνεσαι
στα χέρια που σε νοιώθουν

Στο κάθε τι
Τα μάτια μου, τα χέρια μου
και Συ
λευκή σαν περιστέρι


ανάγερτος

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Παραδομένες ώρες























Κρυοσταλάζει απόψε η μοναξιά
Ξέψυχη λιμνοθάλασσα
υγρή κι ακίνητη
Παραδομένες ώρες,
πόση βροχή μπορεί να κουβαλά μια λέξη;
πόσο βυθό μπορεί να κρύβει το ρυάκι του ήλιου;
Πέστε μου!

Μου χάρισες το γυμνό της ψυχής σου
σαν όνειρο που κοιμόταν στο βλέμμα
κι εγώ
με τ’ όνομά σου έντυσα τη μνήμη μου
Θέλω να μείνεις θαλάσσιο φέγγος στη μέρα μου
Να ακραγγίζεις και να στραγγίζεις ζωή μέσα στα χείλη μου
Θέλω στις καταιγίδες μου λάμψεις ατέλειωτες να δίνεις
Κι αν τύχει να χαθείς θέλω,
τα ρούχα που σου χάρισα να τα κρατήσεις
Μέσα στον κήπο σου, σε μια γωνιά
Ρόδα θα γίνουν
Άρωμα
Να ομορφαίνουν τη ζωή σου
Αγάπη μου!

ανάγερτος


Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Άγγιξέ με































Σ’ ακούω,
είσαι τόσο κοντά που σ’ ακούω
Σε βλέπω να,
στο υγρό των ματιών σου
προσπαθεί να σβήσει ο πόθος
Εσύ που μαγνητίζεις τη σκέψη
και κάνεις την καρδιά τρεμάμενο χέρι
που ικετεύει τη θύελλα,
ήρθες σαν φως
κι έγινες φλόγα αγάπη μου
Σε νοιώθω να,
είσαι τόσο κοντά που σε νοιώθω
Άγγιξέ με

ανάγερτος


Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Άστεγη νύχτα






















Άστεγη νύχτα

σ' ένα κορμί

λοιμοκτονείς απόψε

Σ' ανήλιους κύκλους

φορεσιά

όλο το φως 

και δυο στίχοι μόνο

όλο το μπλε που απέμεινε

για να θυμίζει

Εσένα.

ανάγερτος


Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Μου λείπεις






















Ήταν κάποτε ένα κλαδί,
όπως τόσα και τόσα κλαδιά μεγάλα και μικρά
που δεν τα δίνεις σημασία και
ένας έρωτας υγρός μέχρι τις άκρες των δακτύλων

Στην αυλή μου καθόμουνα
κάτω απ’ τη μεγάλη στενοχώρια του ήλιου
Δεν μπορεί
Αν όχι εμένα τουλάχιστον τα ταξίδια μου έλεγα
όταν μου φανερώθηκες

Στα χαμηλά και στα ψηλά
δε σπαρταράνε τα κλαδιά
μου είπες
αν μέσα ρέει έρωτας
Οι εποχές για μας είναι στο αίμα μας

Δεν ακούγονται πια παρά μονάχα τα φύλλα
που αγκαλιάζουν τα κλαδιά στα δέντρα
και κάποια έρημα πεσμένα
δίπλα μου και πάνω μου

Χρυσοφέγγιστο φύλλο μου

Μου λείπεις


ανάγερτος


Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Λίγο πριν ξημερώσει






















Ρώτησε η νύχτα

Μπορείς;

Μπορείς να σκεπάσεις με μυρτιές,

 με φιλιά και με χάδια

την απόσταση στο χρόνο;

Και ήτανε λίγο πριν ξημερώσει

που ήρθανε όλα τόσο κοντά

Ανάσες

Σώματα

Θάνατος


ανάγερτος


Η Δίκη ( Απόσπασμα )


























Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ' αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. «Ίσως», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως όχι». Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: «Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ' όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ' όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ' αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ' εγώ μπορώ να την αντέξω». Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να 'ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός του δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: «Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα». Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν' αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θανατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν' ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. «Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;» ρωτά ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος...» «Όλοι μάχονται για το νόμο», λέει ο άνθρωπος, «πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;» Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: «Κανένας άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω».


Φράντς Κάφκα 

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Λάθος πατέρα

















Ήτανε τότε
που η ελπίδα μίλαγε
με πρόσωπα πολλά
Κι έχει κι αυτό πώς να το πω,
αυτό που σε ναρκώνει παιδί μου
Λάθος πατέρα
Ο μύθος της ύπνωσης γεννιέται
απ’ την αδυναμία να ονειρευτείς
Είναι κρίμα να κοροϊδεύεις και μένα



ανάγερτος

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Πηγαίνω ονειρεύοντας δρόμους






















Πηγαίνω ονειρεύοντας δρόμους το απόγευμα
Οι λόφοι χρυσοί, το πράσινο των πεύκων,
οι σκονισμένες βελανιδιές!...
Πού πάει ο δρόμος;
Πηγαίνω τραγουδώντας, ταξιδεύοντας
κατά μήκος της διαδρομής…
-Το απόγευμα πέφτει αργά-
‘Μες στην καρδιά είχα το αγκάθι ενός πάθους
Κατάφερα και το έβγαλα μια μέρα,
και τώρα δεν μπορώ να νιώσω την καρδιά’

Κι ο τόπος όλος μια στιγμή μένει
βουβός και ζοφερός να συλλογιέται
Ηχεί ο αέρας ανάμεσα στις λεύκες στο ποτάμι

Πιο σκοτεινό τώρα το απόγευμα, κι ο δρόμος που έρπει
και ίσα που ασπρίζει, θολώνει και εξαφανίζεται

Το τραγούδι μου επιστρέφει σε θρήνο:
‘Οξύ αγκάθι χρυσαφένιο,
Αχ να μπορούσα να σε νιώσω
Μπηγμένο στην καρδιά’


Antonio Machado

(ελεύθερη απόδοση: Μαρία Θεοφιλάκου)


Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Στις δέκα στράτες

paint by Lesley Oldaker
























Στις δέκα στράτες αδελφέ μου

Εκεί θα αγαπήσουμε τον κόσμο

Δεν είναι δα μακριά  οι δέκα στράτες

Μακριά είναι τα κομμένα πόδια

Που κουβαλά ο κόσμος


ανάγερτος


Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Κατάλαβα…

art Eva Antonini


























Αυτό που τόσο καιρό προσπαθούσες να μου πεις…
Το κατάλαβα, όταν βρήκα τον εαυτό μου…

 Ό καθένας έχει έναν δικό του δρόμο για την ευτυχία…
Το κατάλαβα, όταν χάραξα τον δικό μου δρόμο…

Μόνο βιώνοντάς την μαθαίνεις την ζωή…
Και όχι με διαβάσματα, ακούσματα και βιβλία…
Κατάλαβα, γιατί αρνιόσουν να μου πεις πολλά…

Το ότι ήταν μάταιη η κάθε μέρα που περνούσε χωρίς αγάπη στην καρδιά…
Το κατάλαβα, όταν σε είδα να τρέχεις ξυπόλυτη, αναζητώντας την αγάπη…

Το ότι όταν ο πόνος φτάνει στο απώγειό του παύουν τα δάκρυα…
Το κατάλαβα, όταν σε είδα να έχεις παύσει να κλαις…

Το ότι να κάνεις κάποιον που κλαίει να γελάσει είναι πολυτιμότερο… από το να κλαις με αυτόν που κλαίει…
Το κατάλαβα, όταν μετέτρεψες το κλάμα μου σε γέλιο καρδιακό…

Όλοι μπορούν να σε πληγώσουν αλλά… όχι όσο το πρόσωπο που αγαπάς…
Το κατάλαβα, όταν με πόνεσες πολύ…

Αλλά, το ότι τα αξίζει τα δάκρυα αυτός που αγαπάς…
Το κατάλαβα, όταν μαζί με τα δάκρυα με εγκατέλειψαν και οι χαρές….

Η αξία δεν ήταν στο να μην πεις ψέματα…
Αλλά στο να μην κρύψεις την αλήθεια…
Το κατάλαβα, όταν το χέρι μου άγγιξε την καρδιά σου…

Στο να μπορέσεις να πεις ‘σε έχω ανάγκη, έλα’ ήταν το θάρρος…
Το κατάλαβα, όταν σου είπα ‘φύγε’…

Στο να πεις ‘θέλω να μείνω’ ήταν η αγάπη…
Το κατάλαβα, όταν μου είπαν ‘φύγε’ και έφυγα…

Η αγάπη μου για σένα ήταν ένα κακομαθημένο παιδί…
Που κάθε που έμενε μακριά από αγκαλιά έκλαιγε γοερά…
Το κατάλαβα, όταν μεγάλωσα… και με αγκάλιασες…

Στο να πεις ‘συγχώρα με’ θρηνώντας ήταν η μετάνοια…
Και όχι σε ένα απλό ‘συγγνώμη’…
Το κατάλαβα, όταν μετάνιωσα…

Και η υπερηφάνεια… ήταν το προσωπείο των αδυνάτων…
Σε αυτούς που αγαπούν δεν υπάρχει υπερηφάνεια…
Το κατάλαβα, όταν έζησα την αγάπη στην καρδιά μου…

Αυτός που αγαπάει μέχρι θανάτου δεν περιμένει…
Παρά μόνο ελπίζει ότι θα συγχωρεθεί…
Το κατάλαβα, όταν μέχρι θανάτου πόθησα να με συγχωρέσεις…

Λένε πως η αγάπη είναι μόχθος…
Και ο μόχθος είναι να αγαπάς χωρίς να παραιτείσαι…
Αλλά και τόσο… όσο να μένει ελεύθερος ο άλλος…


Τζαν Γιουτζέλ

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Μάτια θηλιές
























Δεν θα σου πω τι βλέπω, δεν έχει νόημα
Εσύ κοιτάς τα μάτια μου
Βέβαια
Άλλο κοιτώ και άλλο βλέπω
Γιατί
Αν με κοιτάς και δεν με βλέπεις
Το πρόβλημα είναι δικό σου
Αν όμως κοιτάς και δεν θέλεις να με δεις
Το πρόβλημά σου βαραίνει και μένα
Όμως
Επειδή γνωρίζω τα μάτια πως είναι
θηλιά που βάνει ο νους στην καρδιά
Σαν δεις να δακρύζουν
Μη προσπερνάς
Σε όλους τα μάτια θηλιές
Απλά, τα δικά σου δεν σφίξαν ακόμα

ανάγερτος


Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Θα σε κρατώ




























Στη γραμμή που γεννά εφιάλτες
κυοφορώ το μέλλον που αποφάσισες

Θα σε κρατώ

Όπως σε κράτησα ίσαμε τώρα
Όπως τούτη την ώρα που τα μάτια σου
βουλιάζουν στο κενό

Σαν την ανάσα μου

Ο ίλιγγος πεθαίνει στη θεα της αγάπης



ανάγερτος

Αποκτήνωση





















Παιδιά που λίγο πριν γελούσαν στο φως

Αν αλλάξουν τα ρεύματα

Το αίμα τους θα βάψει τα κορμιά μας

Τόσο κοντά!

Tόσο αδιάφορα!

Τόσο κτηνώδη!



ανάγερτος

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!




















Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.
Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.
-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;
Μα ο ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με τον παπαγάλο* και δεν αποκρίθηκε.
'Οταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:
-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.
-'Οχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.
-Νυστάζεις;
-'Οχι.
-Μήτε εγώ. Ας καθήσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω.
'Ημασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας, έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμπωση ώρα σώπαινε. 'Ενας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στώμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά.
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκηνιμένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκριθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορουσα να το εξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
'Ομοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.
Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; 'Αμα δεν λένε αυτό τι λένε;
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
-Καναβάρο ! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί. Στράφηκε πάλι σε μένα
-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχώμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές θάχεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί, τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του δινα μια απόκριση!
'Ενιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη, μά κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ' αλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...
Σταμάτησα. 'Ηθελα να πω: Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση, μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. 'Αλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρούν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός". 'Αλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: Μου αρέσει.
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα. Βασανίζουνταν να καταλάβει.
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο, τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. 'Ομως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσι. 'Οχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
-'Οχι, δε θ' απλώσω εγώ στο χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!
Δε μιλούσα. στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λες Ναι! στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου ελέφτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα.
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
-Καλήνύχτα, αφεντικό, είπε φτάνει.
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να 'ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα. Ενιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. 'Εβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. 'Ο,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξυμέρωνε.


Ν. Καζαντζάκης

(Ο Βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά-Απόσπασμα.
Η μαντάμ Ορτάνς -που είναι ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος επειδή ήταν συνδεδεμένη με τον Ζορμπά- έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της. Ο παπαγάλος ανήκε στην Μαντάμ Ορτάνς που τον αγαπούσε ιδιαίτερα)