Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Το παγκάκι



Μια ιστορία θα σας πω...μοιάζει με παραμύθι.
Κάποτε... στην άκρη ενός παράδρομου που τέλειωνε σ’ ένα παγκάκι έρημο, χρόνου σημάδι, έσκυψε το κορμί του να γείρει ένας άντρας.
Τα βάσανα της ζωής τον είχανε κουράσει.
Αν και στη ζωή δεν ήταν μόνος, η ψυχή του ταξίδευε μόνη, όπως η βάρκα μεσ’ το πέλαγος, δίχως άλλα φώτα να τρεμοπαίζουν δίπλα της... η μοίρα έπαιζε για μια ακόμη φορά καλά το παιχνίδι της.
Έτσι κάθισε να ξεκουραστεί και να σκεφτεί.
Δίπλα του δρόμος που τέλειωνε, μπροστά του γκρεμός κι απέναντι μακριά του, φώτα σπιτιών, ανθρώπων σκιές, παιδιών φωνές.
Ένα κορίτσι που πέρναγε από κει, τον είδε˙ κοντοστάθηκε, τον κοίταξε καλά και κάθησε. Κάθησε στην άλλη γωνιά, φαινόταν κι αυτή πολύ κουρασμένη.
Τα πόδια της δεν προχωρούσαν το κορμί της.
Αντάμωσαν τα βλέμματά τους, κοιταχτήκανε κάμποση ώρα, μιλήσανε, γελάσανε κι ύστερα έφυγαν μαζί. Έγιναν ένα εκείνο το βράδυ. Οι ψυχές τους σφιχταγκαλιασμένες δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Πόσο ταίριαξαν! Θαρρείς πως χρόνια γύρευαν η μια την άλλη.
Περπάτησαν δρόμους πολλούς μαζί...μια γέλαγαν, μια έκλαιγαν.
Μα ήρθε κάποτε η ώρα που άλλο πια δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί.
Έκανε κρύο πολύ και το κορίτσι κρύωνε. Έπρεπε να φύγουν.
Πάμε του λέει...έλα, δεν έχει άλλο δρόμο. Μόνο μπροστά είν’ ο δρόμος, εκεί τα φώτα, εκεί η ζωή.
Πρέπει να διαβούμε το γκρεμό..έλα! κάνε ότι θα κάνω και γώ, ακολούθησέ με. Πέρασε το κορίτσι. Με λίγα σημάδια στα χέρια και στα πόδια τα κατάφερε. Έλα του λέει, σειρά σου...
Το σκέφθηκε πολύ ο άντρας. Σηκώθηκε, μα δείλιασε. Φοβήθηκε μη σκοτωθεί, φοβήθηκε μήπως χαθεί. Το κορίτσι εκεί.. να φωνάζει, να παρακινεί, να περιμένει.
Έλα του λέει, μη φοβάσαι. Κι αν πέσεις και χτυπήσεις έχεις εμένα, εγώ θα γιάνω τις πληγές σου.
Δεν μπόρεσε! και τότε, είδε τα μάτια της να βουρκώνουν κι ένα δάκρυ να κυλά και να χάνεται μαζί με τη ζωή του. Την έβλεπε να ξεμακραίνει, μέχρι που χάθηκε. Ο πόνος τον κυρίευσε, κατέρρευσε, γύρισε στο παγκάκι.
Από τότε γυρνά σ’ όλους τους δρόμους, σ’ όλους τους κόσμους...δεν έπαψε λεπτό να την αναζητά. Από κείνη τη βραδιά η ψυχή του χάθηκε απ’ το κορμί του. Ρακένδυτη γυρνά κι όλο φωνάζει τ’ όνομά της.. κι όταν κουράζεται πολύ, απάγκιο βρίσκει στο παγκάκι.

Γι’ αυτό λοιπόν, σαν νοιώσεις αγάπη βαθιά για κάποιον μέσα σου, μη φοβηθείς..κάνε το άλμα κι ας χαθείς. Είναι άλλο να πεθαίνεις για την αγάπη κι άλλο να πεθαίνεις από αγάπη. Δεν υπάρχει πόνος πιο βαθύς απ’ την πληγή της ψυχής.


ανάγερτος





2 σχόλια: