Δεν το μπορώ, μου έλεγες.
Δεν το μπορώ ότι λευκό να το
βρωμίζω. Και ήμουν σύμφωνος κι εγώ.
Κι έτσι κυλούσε η ζωή λευκή σε
μαύρο φόντο. Χωρίς γραμμές, χωρίς μπογιές, χωρίς βρωμιές, χωρίς λεκέδες δάκρυ.
Καλά προφυλαγμένη.
Ήτανε τότε, που ότι πιο ζωντανό
το είχαμε στον τοίχο.
Φοβόμασταν ν’ αγγίξουμε την
ομορφιά να πλημμυρίσει ο κήπος και τ’ άρωμα των λουλουδιών από μακριά μυρίζαμε.
Στα σπίτια, στις πλατείες, στις συντροφιές της μοναξιάς με ψεύτικα χαμόγελα τα
βροχερά απόβραδα.
Χρόνια το βλέμμα χάνονταν πάνω
στα σύρματα που κουβαλούσαν φως.
Να βλέπεις τα πουλιά, ν’ ακούς
τα τιτιβίσματα και να μελαγχολείς γιατί μεσ’ στην παρέα τους δεν είχανε και
σένα.
Κύλαγε βίαια ο καιρός. Με την ορμή του καταρράκτη να χάνεται με
κρότο και να ορθώνει τοίχο αδιάβατο.
Ήταν μια μέρα σαν κι αυτή,
μονότονη κι υγρή, που το χαρτί μου
χάθηκε.
Ο ήλιος έπαιζε κρυφτό με την
ομίχλη και μεις μεσ’ στο παιχνίδι θεατές,
δεν είδαμε που ο σπουργίτης
έφευγε με το χαρτί στο στόμα απ’ το μικρό παράθυρο που κάποιος ξέχασε να
κλείσει.
Ο δρόμος μου στενός και τα
χωράφια δύσβατα να ψάξω.
Με τα σπουργίτια μίλαγα ώρες
ατέλειωτες...
Στη γλώσσα μου εγώ, στη γλώσσα
τους αυτά.
Ίσαμε τότε δεν ήξερα, πως σαν
πονάμε, όλοι την ίδια γλώσσα των πουλιών μιλάμε.
Με τον καιρό στη συντροφιά
τους, σπουργίτης έγινα κι εγώ μαζί να ψάξουμε.
Πόση καρδιά κρυμμένη μέσα στα
στήθη των πουλιών!
Βουνά και θάλασσες περνάγαμε
μαζί.
Πουλί κι εγώ, μα νήπιο. Δεν
ήξερα καλά καλά φτερούγες να ανοίγω.
Πόσα χιλιόμετρα δεν μέτρησα στα
χέρια τους απάνω!
Θυμάμαι ακόμα τα τρανταχτά τα
γέλια τους, τη στοργική τους αγκαλιά.
Πως να ξεχάσεις άραγε, αυτούς
που σε μαθαίνουν να πετάς!
Ένα μαζί τους, σμάρι. Στον ήλιο
μια κουκκίδα, στην καταιγίδα σύννεφο.
Πάμε, μου έλεγαν. Θα δεις,
μπορεί ν’ αργήσουμε μα θα το βρούμε.
Γιατί εμείς ψηλά πετάμε κι ό,τι
μικρό σ’ αυτή τη γη, για μας μεγάλο πάντα θά’ ναι.
Ξέρουμε εμείς από ψυχή, κι
εμείς με την ψυχή πετάμε.
Ήταν μεγάλη η στιγμή, δεν
περιγράφεται με λόγια.
Μόνο με δάκρυα και τιτιβίσματα
πουλιών αυτό που ένιωσα, όταν ακούμπησε στα χέρια.
Κι ήταν αυτό που χάθηκε. Ένα
κομμάτι από χαρτί.
Μια κρύα νύχτα του χειμώνα,
μέσα στη λάσπη, με ένα “ευ” μου
φανερώθηκε η ζωή.
“Γιατί ζωή λευκό χαρτί, αν δε
σκιστεί, αν δεν βρωμίσει, αν δε φθαρεί, λευκό κελί κι έξω να παίζει η φύση”
ανάγερτος
πολύ πετυχημένη παρομοίωση της ζωής...
ΑπάντησηΔιαγραφήκάποιοι φοβούνται να γράψουν μια σειρά,
κάποιοι γράφουν και σβήνουν διορθώνοντας
κάποιοι γράφουν και σκίζουν το χαρτί
κάποιοι γράφουν, γράφουν, γράφουν και ζητούν κι άλλο χαρτί...
κάποιοι χάνουν το χαρτί τους, για να το βρει κάποιος άλλος και να τους το επιστρέψει...
:)
Πολύ δυνατό! Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφή