Έφτιαξε
ένα σανιδότοιχο. Ο σανιδότοιχος έκρυβε τη φάμπρικα από τα μάτια. Μισούσε τη
φάμπρικα. Μισούσε τη δουλειά του στη φάμπρικα. Μισούσε τη μηχανή που εργαζόταν.
Μισούσε το ρυθμό που ο ίδιος έδινε στη μηχανή. Μισούσε να κυνηγά πριμ απόδοσης,
στα οποία χρωστούσε την καλοπέραση, το σπίτι και τον κηπάκο του. Μισούσε τη
γυναίκα του που του ΄λεγε συχνά: «Απόψε πάλι με τάραξες». Τη μισούσε, ώσπου
αυτή πια δεν έκανε λόγο. Αλλά τα χέρια δούλευαν στον ύπνο, δούλευαν στο γρήγορο
στακάτο της δουλειάς. Μισούσε το γιατρό που του έλεγε: «Πρέπει να προσέξετε τον
εαυτό σας. Η δουλειά με το κομμάτι δεν είναι πλέον για σας». Μισούσε τον επόπτη
που του έλεγε: «Θα σου δώσω άλλη δουλειά. Η δουλειά με το κομμάτι δεν είναι πια
για σένα». Μισούσε όλες τις απατηλές αναφορές, δεν ήθελε να είναι γκρινιάρης,
δεν ήθελε καμιά μικρότερη ημέρα πληρωμής, γιατί πάντα ήταν αυτή η πισινή σελίδα
της μπροστινής όψης. Μια μικρότερη ημέρα πληρωμής.
Ύστερα
αρρώστησε. Μετά σαράντα χρόνια εργασίας και μίσους, για πρώτη φορά αρρώστησε.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι αγνάντευε έξω απ' το παράθυρο. Έβλεπε το κηπάκι του.
Έβλεπε το φράχτη του κήπου, το σανιδότοιχο. Ύστερα δεν είδε τίποτε άλλο. Δεν
είδε τη φάμπρικα. Μόνο την άνοιξη στον κηπάκο κι έναν τοίχο από βαμμένα
σανίδια. «Άντε και σε λίγο θα βγεις έξω», είπε η γυναίκα του. «Όλα είναι
εντάξει». Δεν την πίστεψε. «Υπομονή, κάνε υπομονή», είπε ο γιατρός, «θα
επανέλθεις». Δεν τον πίστεψε. «Είναι σαν φυλακή», είπε μετά τρεις βδομάδες στη
γυναίκα του. «Βλέπω πάντα τον κηπάκο, τίποτε άλλο, μόνο τον κηπάκο και μου
είναι ανιαρό. Πάντα το ίδιο κηπάκι. Βγάλε, λοιπόν, δυο σανίδια απ' τον
καταραμένο τοίχο, για να δω και κάτι άλλο». Η γυναίκα φοβήθηκε. Έτρεξε στο
γείτονα. Ο γείτονας ήρθε και τράβηξε δυο σανίδια από τον τοίχο. Ο άρρωστος
κοίταξε πέρα, μέσα από την τρύπα, είδε ένα κομμάτι από τη φάμπρικα. Μετά από
μια εβδομάδα παραπονέθηκε: «Βλέπω πάντα το ίδιο κομμάτι της φάμπρικας κι αυτό
με καλυτερεύει πολύ λίγο». Ο γείτονας ήρθε και σήκωσε το μισό σανιδότοιχο.
Τρυφερά αγκάλιασε το μάτι του αρρώστου τη φάμπρικα, παρακολούθησε το παιχνίδι
του καπνού στην καπνοδόχο, τον ερχομό και την αναχώρηση των αυτοκινήτων στην
αυλή, τον ερχομό του ανθρώπινου ρεύματος το πρωί και την έξοδο το δειλινό. Μετά
από δεκατέσσερις μέρες έδωσε εντολή ν' απομακρυνθεί ό,τι είχε απομείνει από τον
τοίχο. «Δε βλέπω τα γραφεία και την καντίνα», παραπονέθηκε. Ο γείτονας ξανάρθε
και τα 'φτιαξε όπως επιθυμούσε. Σαν είδε τα γραφεία, την καντίνα κι όλη την
περιοχή του εργοστασίου, ένα γέλιο μαλάκωσε τα χαρακτηριστικά του. Πέθανε μετά
λίγες μέρες.
Kurt Marti
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου