Για
μια φορά ακόμη,
έπιανα
τον εαυτό μου να με κοιτά επίμονα,
σκληρά,
διψασμένο για αίμα.
Ίδιο
το βλέμμα της ύαινας με κυρτωμένη ράχη,
στυλωμένη
βαριά στα πίσω πόδια,
έτοιμη
να κατασπαράξει ότι αβοήθητο φάνταζε στα μάτια της.
Έτσι
αισθανόμουν, αβοήθητος, με δίχως νύχια.
Να
σκαλίζω το χώμα με τα χέρια μου, να κάνω πληγές.
Να
αγγίζω βαθιά το κορμί μου να δω τα σημάδια μου.
Μάταια…
Σε
μέρη γνώριμα έρημοι δρόμοι και το μυαλό ατσάλινη βροχή
να
προσπαθεί να κομματιάσει την ομίχλη.
Βαρέθηκα
να περιμένω.
Ηττοπαθής
και γηγενής στη γέννα σου,
κραδαίνεις
πάθη σε δείπνο μυστικό
συμβατικά
αγνοώντας την ύπαρξη του σκοτεινού πεζόδρομου.
Ακατάδεχτες
του χρόνου ψηφίδες μετράς με κάθε βήμα σου.
Η
όραση μια αίσθηση νεκρή για σένα.
Με
τη διέγερση, κρανίο ξυρισμένο σε άγονο τοπίο,
στον
πόνο τον ανθρώπινο μιλάς σε τρίτο πρόσωπο.
Βαρέθηκα.
Βαρέθηκα
να μου μιλάς με έψιλον μπροστά, για τη ζωή μου.
Άστεγος
μετανάστης στο ίδιο του το σπίτι κουλουριασμένος στη γωνιά, ένα χαρτόκουτο, μια
φυσαρμόνικα, ένα πουλί να κλέβει νότες
και
στα γυμνά τα σύρματα να γράφει μουσική,
είναι
το όνειρο, της λευτεριάς το όνειρο που λέγεται ζωή για μένα.
Τόσα
πολλά να ορκιστείς και συ χαράμι.
Με
την ομίχλη έντυσες το σπίτι στα λευκά.
ανάγερτος
Κάτι σε τρένο ήθελα να φαντάζομαι...ναι αισθητά μικρότερη διαφορά απο το filioque..
ΑπάντησηΔιαγραφή