Ο γέροντας σοφός που έκανε σπίτι τη μοναξιά του.
Εκεί ζούσε απαλλαγμένος απ’ τα πάθη και τα λάθη του. Μακριά απ’ τη ζωή. Την κοινή ζωή, δυνάστη και τροφή των πολλών.
Ζούσε εκεί μόνος μ’ ένα σκοπό. Να χαρεί τη νέα ζωή και να χαρίσει νέα ζωή σε όποιον τη ζητήσει.
Μια μέρα σαν κι αυτή, με λιακάδα και βροχή μαζί, χτύπησε την πόρτα του Αυτός. Άντρας μεστός ήτανε, μ’ ασπρισμένους κροτάφους.
Έψαχνε κι αυτός το δρόμο του.
Πέρνα του λέει, κάθησε. Ποιος δρόμος σ’ έφερε εδώ;
Eδώ είναι αδιέξοδος ο δρόμος, αστειεύτηκε ο γέροντας.
Το ξέρω, αποκρίθηκε ο άντρας, μα και γω βαρέθηκα να συμβουλεύομαι ανθρώπους που ζούνε και βαδίζουν σε μεγάλους και ατέλειωτους δρόμους.
Λοιπόν, του λέει ο γέροντας μειδιώντας ελαφρά. Πριν με ρωτήσεις οτιδήποτε θα ήθελα πολύ να σε παρακαλέσω να μου φέρεις ένα πακέτο καπνό. Ξέμεινα βλέπεις και είμαι μεγάλος κι αδύναμος και δρόμος δεν υπάρχει. Πρέπει να περάσω μέσα από αγκάθια και αγριόχορτα. Καταλαβαίνεις…
Μετά χαράς, αποκρίθηκε ο άντρας.
Σ’ ευχαριστώ, του λέει ο σοφός, μα πάρε απ’ το τραπέζι τα σπίρτα. Ίσως σου χρειαστούν.
Αυτό με τα σπίρτα, δεν το κατάλαβε, μα δεν είπε τίποτα.
Έτσι πήρε από το τραπέζι τα σπίρτα, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
Έφυγε μα δρόμος δεν υπήρχε. Μόνο αγκάθια κι αγριόχορτα που τούκαναν δύσκολο το διάβα του.
Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να κάνει πίσω. Έπρεπε να γυρίσει με τον καπνό. Το είχε υποσχεθεί, χώρια που περίμενε και τη συμβουλή του.
Έπεσε, μάτωσε. Νύχτωσε. Με αίματα στα χέρια και στο σώμα γύρισε.
Δεν είπε τίποτα ο γέροντας σαν τον είδε. Τον ευχαρίστησε μόνο μέσα από την καρδιά του και έπειτα σαν κάθησε να ξεκουραστεί, του είπε:
Τώρα τα κατάφερες να περάσεις. Αύριο όμως; Όταν όλα θάναι πιο πυκνά, πιο μεγάλα, πιο κοφτερά, τι θα κάνεις; Γι’ αυτό σου έδωσα τα σπίρτα.
Δεν είναι όλα στη ζωή μας εύκολα, δεν είναι όλα ανοιχτά.
Με τη φωτιά ανοίγεις δρόμους.
Όταν έχουμε τη φλόγα πάνω μας, όταν έχουμε τη φλόγα μέσα μας δεν υπάρχουν κλειστοί δρόμοι.
Tους δρόμους εμείς τους ανοίγουμε.
Όπως θέλουμε, από όποια σημεία θέλουμε.
Οι δρόμοι της ζωής μας χαράσσονται απ' τη φωτιά της ψυχής μας.
Αυτή είναι η μαγεία της ζωής.
Τον άκουσε με προσοχή ο άντρας. Έμεινε για λίγο σκεπτικός και αφού ευχαρίστησε τον γέροντα άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι.
Τις απαντήσεις του τις είχε ήδη πάρει…
ανάγερτος
πολυ ομορφο!!
ΑπάντησηΔιαγραφή