Πλανόδιοι
πωλητές τα σύννεφα στην κεντρική πλατεία
διαλαλούν
τις συμφορές που έρχονται.
Σε
πάγκους χειροποίητους, με υλικά απ’ τα βουνά,
ξεβράσματα
από θάλασσα, των δρόμων τα απάνθρωπα,
πουλάνε
τα μελλούμενα.
Ο
κόσμος κοντοστέκεται,
λοξά
κοιτά ειρωνικά με τα χαμόγελα κλειστά.
Ρηχός
μέσα στη φτήνια του, όλα φτηνά τα βλέπει.
Μαυριδεροί
και σκυθρωποί οι πωλητές,
χωρίς
μπλουζάκι ιταλικό, χωρίς πατούμενο δετό,
χωρίς
μαλλί βαμμένο,
άπιστοι
διακονιάρηδες σ’ αυτή τη χώρα των πιστών.
Ελάτε
κόσμε, δεν είμαστε επαίτες.
Κι
αν είναι το αντίτιμο, ελάτε τώρα δωρεάν.
Πάρε
να δεις, να μάθεις. Δεν είναι ότι φαίνεται.
Μεσ’
στο φθηνό είν’ η αλήθεια που ζητάς.
Εγώ
πουλώ ιδέες.
Βραχιόλια
με τα όνειρα και μενταγιόν κοχύλια,
σκέψεις
φτερούγες δυνατές ν’ αντέχουν να πετάνε.
Έχω
κατέβει χαμηλά και το υγρό με δυσκολία το κρατώ.
Δεν
είναι σύννεφο κοινό αυτό που στέκει πάνω.
Είν’
η φωτιά που έρχεται.
Θειάφι
υγρό, παραλλαγή νερό, να κάψει ότι έμεινε.
Παρακαλώ,
μη προσπερνάς. Εγώ,
για
σένα είμαι εδώ.
Όσο
ακόμα το κρατώ, παρακαλώ.
Βοήθα
με…
ανάγερτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου